Διαζύγιο, μια μορφή απώλειας

Διαζύγιο, μια μορφή απώλειας

Κάποτε δύο άνθρωποι αποφάσιζαν να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου και αυτό αποτελούσε δέσμευση για μία ζωή, καθώς επικρατούσε η άποψη «και στο καλό και στο κακό, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος». Σήμερα, όμως, το διαζύγιο φαίνεται να είναι ένας τρόπος, που επιλέγουν πολλά ζευγάρια για να επιλύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν στο γάμο τους.

Χωρίς να καταδικάζουμε ή να επικροτούμε την απόφαση ενός ατόμου να δώσει τέλος σε μία στενή σχέση, ίσως είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις αιτίες, το ψυχικό κόστος και τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Πώς αρχίζει το τέλος μιας σχέσης; Για κάθε ζευγάρι που χωρίζει, η απάντηση πιθανά να είναι διαφορετική, ωστόσο η απόφαση για τον επικείμενο χωρισμό, είτε έχει ληφθεί από κοινού, είτε ανακοινώνεται από τον έναν από τους δύο, ο οποίος δούλευε για καιρό μέσα στο μυαλό του την ιδέα του χωρισμού.

Από πού, όμως πηγάζει το κίνητρο να οδηγηθεί κάποιος να εγκαταλείψει μία στενή σχέση; Όταν το άτομο ξεκινάει αυτή τη σχέση έχει κάποια προσδοκία για το πώς θα πρέπει να είναι αυτή. Κουβαλάμε μια παρακαταθήκη πεποιθήσεων σχετικά, για το πώς θα πρέπει να είναι ο/η «τέλειος σύζυγος», πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν οι ρόλοι και οι ευθύνες μέσα στην οικογένεια και πώς θα πρέπει να επιλύονται τα προβλήματα με τον σύντροφο. Ένας όγκος από «πρέπει», που μας απομακρύνουν από μια γνήσια, ειλικρινή και με αμοιβαία υποστήριξη και κατανόηση συνβίωση. Επιπλέον, για τον καθένα υπάρχει ένα «όνειρο» για την ιδανική σχέση, το οποίο περιλαμβάνει κριτήρια βάσει των οποίων την αξιολογούμε. Όλες αυτές οι πεποιθήσεις και οι προσδοκίες, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα, τόσο δικών μας εμπειριών από προηγούμενες σχέσεις μας, όσο και αξιών της γονεϊκής μας οικογένειας, πιθανά να διαφέρουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από αυτές του ατόμου που επιλέγουμε να ενώσουμε μαζί του τη ζωή μας.

Όταν αυτό γίνει συνειδητό, τότε μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ώριμη αναδιαπραγμάτευση της σχέσης μας. Υπάρχει, όμως και η πιθανότητα της επιλογής της εγκατάλειψης της σχέσης, εφόσον έχει φυτευτεί ο σπόρος της δυσαρέσκειας ανάμεσα στο ζευγάρι. Στην περίπτωση, που ο ένας από τους δύο συζύγους αποφασίζει να βάλει τέλος στο γάμο, τότε τα συναισθήματα είναι διαφορετικά για τον καθένα. Αυτός που κάνει την αρχή, από τη μια πλευρά, μπορεί να νιώσει ανακούφιση και απελευθέρωση, γιατί η απόφασή του για χωρισμό ωρίμασε και πλέον είναι έτοιμος να προχωρήσει σε αυτό το βήμα, αλλά από την άλλη πλευρά, πιθανά να βιώνει μέσα από το θρήνο της εκούσιας απώλειας της σχέσης του και συναισθήματα ενοχής γι’αυτόν που αφήνει πίσω του, ακόμη και αν γνωρίζει ότι δεν υπήρχε άλλη λύση.

Αντίθετα, το άτομο που μένει πίσω, αναρωτιέται «γιατί», προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι «όλα ήταν μια χαρά», κάνοντας τον προηγούμενο καιρό συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειες ν’αγνοήσει τα σημάδια που έδειχναν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βιώνει τον χωρισμό ως προδοσία και εγκατάλειψη και αυτό επιτείνεται, όταν το διαζύγιο είναι αποτέλεσμα εξωσυζυγικών σχέσεων. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο χρειάζεται χρόνο και κατάλληλη στήριξη για να ξανασταθεί στα πόδια του και ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή του, να διεκδικήσει και πάλι τη ζωή, μπαίνοντας σε καινούρια σχέση, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από τ’αρνητικά φορτία της προηγούμενης.

Σ’ένα λιγότερο απτό επίπεδο, ο χωρισμός εμπεριέχει την απώλεια του αυτοπροσδιορισμού. Το άτομο μετά το διαζύγιο δεν ορίζεται πια σαν μέρος ενός ζεύγους, σαν κάποιον που «ανήκει» σε κάποιον άλλο. Αντίθετα, ορίζεται σαν «ανεξάρτητο» άτομο, μετά, ίσως, από πολλά χρόνια γάμου. Αυτή η μετάβαση δεν απαιτεί απλώς σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βλέπει κανείς τον εαυτό του, αλλά και στον τρόπο που τον αντιμετωπίζει και ο κοινωνικός περίγυρος. Για μια γυναίκα που ήταν αφοσιωμένη στη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού, είναι δύσκολο ν’αναζητήσει τώρα εργασία, αφήνοντας πίσω της την οικονομική εξασφάλιση που της παρείχε ο πρώην σύζυγός της. Χρειάζεται την κατανόηση και τη στήριξη όλων.

Τη διάλυση ενός γάμου, τη βιώνουν ως σημαντικότατη απώλεια τα παιδιά, τα οποία θρηνούν για την οικογενειακή ζωή, που δε θα είναι η ίδια μετά το διαζύγιο των γονιών τους. Αρνιούνται να δουν την πραγματικότητα και φοβούνται ότι δε θα υπάρχει κανείς να τα φροντίζει. Φαντασιώνονται ακόμα και την περίπτωση οι γονείς τους να είναι πάλι μαζί. Δεν είναι λίγες οι φορές που κατηγορούν τον ίδιο τους τον εαυτό, όταν αυτό δεν συμβαίνει.

Αναγνωρίζοντας τον πόνο που επιφέρει στα παιδιά ένα διαζύγιο, αλλά και την αναγκαιότητα διασφάλισης της συναισθηματικής τους ισορροπίας, μπορούμε να πούμε ότι στην περίπτωση που δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξυγίανσης της σχέσης μεταξύ του ζευγαριού, τότε το διαζύγιο μπορεί να δώσει οριστικό τέλος στα προβλήματα ενός γάμου.

Αναμφισβήτητα, το διαζύγιο είναι μια μορφή απώλειας που εμπεριέχει πόνο και θλίψη για τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτό, όμως μπορεί να δώσει το έναυσμα για μια νέα προοπτική στη ζωή, όπου οι εμπειρίες αποτελούν ανεκτίμητο ψυχικό και πνευματικό πλούτο για τον καθένα μας.

 

Χαρά Ζαραβίνου – Προσωποκεντρική Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας.

Ρέθυμνο Κρήτης, Μάιος 2009

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *