Η διαμόρφωση και ανάπτυξη του εαυτού κατά τον Carl Rogers

Η διαμόρφωση και ανάπτυξη του εαυτού κατά τον Carl Rogers

Αντί να δημιουργήσει μια αναπτυξιακή θεωρία της ανθρώπινης προσωπικότητας, ο Rogers προτίμησε να επικεντρωθεί στους τρόπους που η αξιολόγηση του ατόμου από τους άλλους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια βρεφικής και προσχολικής ηλικίας, επηρεάζει την ανάπτυξη μιας θετικής ή αρνητικής αυτοεικόνας.

Στην αρχή το βρέφος βιώνει όλες τις εμπειρίες ως μία, ενοποιημένες, ως κοινές, ανεξάρτητα με τα αν παράγονται από τις σωματικές αισθήσεις ή από το εξωτερικό περιβάλλον. Το βρέφος δεν έχει επίγνωση του εαυτού του ως ξεχωριστό ον, ως “εγώ”, και επομένως δεν μπορεί να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο τί είναι “εγώ” και στο τι δεν είναι “εγώ”. Άρα, στην αρχή της ζωής αυτό που υπάρχει είναι ένα ενοποιημένο, αδιαχώριστο φαινομενολογικό πεδίο και όχι ο εαυτός. Παρόλα αυτά, λόγο της διαφοροποιητικής τάσης που είναι μέρος της τάση πραγμάτωσης του ατόμου – της βασικής κινητήριας δύναμης του ανθρώπου – το μωρό σταδιακά ξεκινά να διακρίνει το εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η διαδικασία διαφοροποίησης του φαινομενολογικού πεδίου σε αυτό που αναγνωρίζεται και βιώνεται ως διακριτό αντικείμενο και για το οποίο κάποιος έχει την επίγνωση της ύπαρξής του, ξεκινά τη διαδικασία ανάπτυξης της αυτοαντίληψης.

Ο Rogers υπέθεσε πως όταν πρωτοδημιουργείται ο εαυτός λειτουργεί με βάση μόνο την οργανισμική αξιολογική διαδικασία. Δηλαδή, το βρέφος ή το παιδί αξιολογεί την κάθε νέα εμπειρία ανάλογα με τον αν εξυπηρετεί ή όχι την τάση πραγμάτωσης του. Για παράδειγμα, η πείνα ή δίψα, το κρύο, ο πόνος ή ένας ξαφνικός θόρυβος αξιολογούνται αρνητικά επειδή παρεμβαίνουν στη διατήρηση της βιολογικής ακεραιότητας. Η τροφή, το νερό, η ασφάλεια και η αγάπη αξιολογούνται θετικά καθώς εμπλουτίζουν την τάση πραγμάτωσης και αναπτύσσουν τον οργανισμό. Ουσιαστικά η οργανισμική αξιολογική διαδικασία είναι ένα σύστημα που παρακολουθεί και ελέγχει αν το βρέφος βρίσκεται στη σωστή πορεία ικανοποίησης των αναγκών του. Τα βρέφη αξιολογούν μια εμπειρία ανάλογα με το αν τους αρέσει ή όχι ή αν είναι ευχάριστη ή όχι. Οι αξιολογήσεις αυτές είναι αποτέλεσμα των αυθόρμητων αποκρίσεών τους στις άμεσες αισθητηριακές, συναισθηματικές ή σωματικές εμπειρίες τους.

Η δομή του εαυτού επομένως διαμορφώνεται μέσω της αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, και συγκεκριμένα με το περιβάλλονπου συνθέτεται από τους σημαντικούς άλλους του παιδιού (γονείς, αδέρφια, συγγενείς). Με άλλα λόγια, καθώς το παιδί γίνεται πιο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο και οι γνωστικές και αντιληπτικές του δυνατότητες ωριμάζουν, η αυτοαντίληψή του γίνεται ολοένα και πιο διαφοροποιημένη και σύνθετη. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι πως η αυτοαντίληψη ενός ατόμου είναι σε μεγάλο βαθμό το προϊόν αυτής της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας.

Ο Rogers πρότεινε πως υπάρχουν κάποια σημαντικά στοιχεία για την ανάπτυξη της αυτοαντίληψης. Ένα από αυτά είναι και η ανάγκη των ανθρώπων να αγαπηθούν και να γίνουν αποδεκτοί από τα σημαντικά για αυτούς άτομα. Ονόμασε αυτή την ανάγκη, ανάγκη για θετική αναγνώριση. Πίστευε πως είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους, αναπτύσσεται παράλληλα με την επίγνωση του εαυτού και είναι διεισδυτική και διαρκής. Διακρίνεται αρχικά στη ανάγκη του βρέφους να αγαπηθεί και να το φροντίσουν, και ακολούθως αντανακλάται στην ικανοποίηση του ατόμου όταν γίνεται αποδεκτό ή εγκρίνεται από τους άλλους και στην απογοήτευσή του όταν δεν το αποδέχονται ή δεν το αναγνωρίζουν. Η ανάγκη για θετική αναγνώριση μπορεί να είναι εγγενής ή προϊόν μάθησης σε όλους τους ανθρώπους αν και αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θεωρία. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της ανάγκης είναι η αμοιβαιότητα που προκαλεί όταν ένα άτομο θεωρεί πως ικανοποιεί την ανάγκη αποδοχής κάποιου άλλου, βιώνει την ικανοποίηση και της δικής του ανάγκης.

Το παιδί θα κάνει σχεδόν τα πάντα, ακόμα και θα παρακάμψει την οργανισμική διαδικασία αξιολόγησης του, προκειμένου να έχει ή να διατηρήσει την θετική αναγνώριση από τους άλλους. Ένα παράδειγμα, αν ο γονιός επιμένει να συμπεριφέρεται το παιδί του ως “καθώς πρέπει παιδί” για να έχει την αγάπη και τη φροντίδα του, το παιδί θα αρχίσει να αξιολογεί τις εμπειρίες του με βάση τους όρους και τις αξιολογήσεις του γονιού του αντί να τις αξιολογεί με βάση τις οργανισμικές του αντιδράσεις σε αυτές. Αντί να είναι ελεύθερο να ανακαλύψει πως θα νιώσει κάνοντας αταξίες και πράγματα που ο γονιός του βρίσκει απρέπεια, προδικάζει αυτές τις εμπειρίες ως “καλές” και τις καταδικάζει. Έτσι, η συμπεριφορά του παιδιού καθοδηγείται όχι από το ποιες εμπειρίες θα διατηρήσουν ή θα αναπτύξουν την αυτοαντίληψή του, αλλά από την πιθανότητα να δέχεται θετική αναγνώριση από τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του. Για τον Rogers και τη προσωποκεντρική θεωρία η διαφορά ή η ασυμφωνία μεταξύ του εαυτού και της εμπειρίας θεωρείται ως το βασικότερο εμπόδιο στην αναπτυξιακή πορεία για την ψυχολογική ωριμότητα.

Ο Rogers επίσης πρότεινε πως οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να αξιολογούν τον εαυτό τους θετικά. Την ονόμασε θετική αυτο-αποδοχή και πίστευε πως είναι μια επίκτητη ανάγκη που αναπτύσσεται από τη σύνδεση του τρόπου που βιώνουν τον εαυτό τους με την ικανοποίηση ή την απογοήτευση της ανάγκης για θετική αναγνώριση. Αλλιώς, η θετική αυτο-αποδοχή αφορά την ικανοποίηση που αντλούμε από την αποδοχή του εαυτού μας ή την απογοήτευση, όταν δεν τον αποδεχόμαστε. Είναι σαν ο εαυτός μας να γίνεται ο σημαντικός κοινωνικά άλλος. Η ανάπτυξη της θετικής αυτο-αποδοχής διασφαλίζει πως το άτομο θα προσπαθεί να λειτουργεί με τρόπους που ευνοούν και τους άλλους αλλά και τον εαυτό του. Συνεπώς, το άτομο δεν θα συμπεριφέρεται με τρόπους που είναι ασυνεπείς με την αυτο-αντίληψη γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ικανοποιούσε την ανάγκη για θετική αυτο-αποδοχή.

Με δεδομένο λοιπόν πως τα παιδιά έχουν μια ακαταμάχητη ανάγκη για θετική αναγνώριση, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι γίνονται όλο και περισσότερο πιο ευαίσθητα ή επηρεάζονται από τις στάσεις και τις προσδοκίες που έχουν για αυτά οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής τους. Αποτελεί τυπικό τμήμα της κοινωνικοποίησης η γνώση του τί πρέπει να κάνουν τα παιδιά και τί όχι. Συνήθως οι γονείς θα αναγνωρίσουν θετικά τις επιθυμητές για αυτούς συμπεριφορές του παιδιού. Αυτό σημαίνει πως αν το παιδί κάνει συγκεκριμένα πράγματα θα βιώσει τη θετική αναγνώριση και αποδοχή, ενώ αν κάνουν άλλα, κάτι τέτοιο δεν θα γίνει. Αυτό δημιουργεί κάτι που ο Rogers ονόμασε αποδοχή υπό όρους ή όροι αξίας, οι οποίοι καθορίζουν τις συνθήκες όπου τα παιδιά θα βιώνουν θετική αναγνώριση και αποδοχή. Οι όροι μπορεί να διαφέρουν αλλά η βασική αρχή είναι η ίδια: θα σε αγαπάω, θα σε σέβομαι και θα σε αποδέχομαι μόνο αν είσαι το είδος ανθρώπου που περιμένω να είσαι. Θετική αναγνώριση και αποδοχή με όρους σημαίνει πως τα παιδιά δέχονται προσοχή, έγκριση, επαίνους και άλλες μορφές ανταμοιβής όταν συμπεριφέρονται με τρόπους που ικανοποιούν τις προσδοκίες που τους επιβάλλουν οι σημαντικοί άλλοι και ειδικά οι γονείς. Το αποτέλεσμα είναι πως τα παιδιά μαθαίνουν μέσα στα χρόνια πως αν συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους, τρόπους που αξιολογούνται θετικά από τους γονείς τους, τότε θα τα αγαπούν και θα τα επαινούν. Σε αντίθεση, αν συμπεριφέρονται με τρόπους που θεωρούνται λάθος ή απρεπείς για τους γονείς τους, τότε δεν θα αξίζουν και δεν θα αγαπιούνται.

Ένα παράδειγμα είναι όταν ο πατέρας λέει στο παιδί πως αν φέρει καλούς βαθμούς θα του αυξήσει το χαρτζιλίκι και θα το αφήσει να πάει εκδρομή με το σχολείο. Θετική αναγνώριση με όρους μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες μορφές σχέσης που εμπλέκεται η -παροχή αναγνώρισης ή η απόσυρσή της. Τέτοιες σχέσεις έχουν να κάνουν με την επιβράβευση δασκάλα του σχολείου ή την τιμωρία, την προσφορά υποτροφίας από τα πανεπιστήμια ή τα bonus στον εργασιακό χώρο. Έτσι, σε κάθε περίπτωση η αυτο-εκτίμηση του ανθρώπου εξαρτάται από τη ικανοποίηση ή όχι των προσδοκιών ή απαιτήσεων ή των μέτρων που του επιβάλλονταιαπο τους άλλους Η θετική αναγνώριση απο τους άλλους με όρους, οδηγεί το άτομο να νιώθει ότι το εκτιμούν σε κάποιους τομείς αλλά όχι σε άλλους.

Για τον Rogers οι όροι αξίας που επιβάλλονται στο παιδί είναι επιβλαβείς για την προσπάθειά του να γίνει ένα πλήρως λειτουργικό άτομο. Αυτό γιατί το παιδί προσπαθεί να φτάσει τα πρότυπα που ορίζονται από τους άλλους αντί να ορίσει και να φτάσει τα δικά του, και να γίνει αυτός ή αυτή που θέλει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το παιδί φτάνει να εκτιμά τον εαυτό του και την αξία του ως άτομο (τι έχει αξία για αυτό και τι όχι) με όρους παρμένους από τις πράξεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που έχουν την αποδοχή και την εκτίμηση των άλλων. Το παιδί θα νιώθει πως σε κάποιες περιπτώσεις το εκτιμούν και σε κάποιες πως όχι. Αυτή η διαδικασία έχει ως αποτέλεσμαμία αυτοαντίληψη που είναι απομακρυσμένη από την οργανισμική εμπειρία και επομένως δεν υπηρετεί την υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Σύμφωνα με τον Rogers οι όροι αξίας είναι σαν παρωπίδες που περιορίζουν το ποσοστό των διαθέσιμων εμπειριών. Τα άτομα με όρους αξίας πρέπει να περιορίσουν τη συμπεριφορά τους και να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα γιατί και μόνο η αναγνώριση απαγορευμένων συμπεριφορών και σκέψεων μπορεί να είναι το ίδιο απειλητικές όπως όταν τις κάνουν. Ως αποτέλεσμα της αμυντικής στάσης τους, τα άτομα αυτά δεν μπορούν να αλληλεπιδράσουν πλήρως και ανοιχτά με το περιβάλλον τους. Για παράδειγμα, ένα παιδί που σε οργανισμικό επίπεδο, φοβάται να βουτήξει από το βατήρα, μπορεί να ακούσει τους φίλους του να τον κοροϊδεύουν για αυτό και τότε να αρνηθεί ή να διαστρεβλώσει το φόβο του προκειμένου να αποκτήσει την εκτίμηση των φίλων του.

Είναι φανερό πως κανένα άτομο δεν είναι τελείως απαλλαγμένο από όρους αξίας. Ο Rogers θεωρούσε πως είναι δυνατόν να δώσει ή να λάβει κανείς θετική αναγνώριση ανεξάρτητα από την αξία που δίνεται σε συγκεκριμένες πτυχές της συμπεριφοράς του ατόμου. Αυτό σημαίνει πως ένα άτομο γίνεται αποδεκτό και το εκτιμούν για ότι είναι, χωρίς κανένα αν, και ή αλλά. Τέτοια χωρίς όρους θετική αναγνώριση είναι εμφανής στο σεβασμό και τη στοργή της μητέρας στο παιδί της, όχι γιατί ικανοποιεί κάποιο συγκεκριμένο όρο ή γιατί ζει βάση των προσδοκιών της, αλλά γιατί απλά είναι το παιδί της. Ανεξάρτητα με τα συναισθήματα και την συμπεριφορά του παιδιού, η μητέρα συνεχίζει να το εκτιμά και να το υπολογίζει ως ένα άξιο και αξιαγάπητο άτομο.

Για τον Rogers, ο μόνος τρόπος για να επέμβει κανείς στην τάση πραγμάτωσης του παιδιού είναι να του προσφέρει χωρίς όρους θετική αναγνώριση. Αυτό σημαίνει πως το παιδί αγαπιέται και γίνεται αποδεκτό από τους άλλους με ένα μη κριτικό και ανεξάρτητο τρόπο. Υποστήριξε πως αν το παιδί βιώσει μόνο χωρίς όρους θετική αναγνώριση “τότε δεν θα αναπτυχθούν όροι αξίας, η αυτο-αποδοχή θα είναι χωρίς όρους, οι ανάγκες για θετική αναγνώριση και αυτο-αναγνώριση δεν θα είναι σε διάσταση με την οργανισμική αξιολόγηση και το άτομο θα συνεχίζει να είναι ψυχολογικά προσαρμοσμένο και να λειτουργεί πλήρως” (1959, σελ. 224).
Για τον Rogers τίποτα στη συμπεριφορά του παιδιού δεν δικαιολογεί τη δήλωση του γονιού “αν κάνεις αυτό ή αν νιώσεις έτσι, τότε εγώ πλέον δεν θα σε αγαπάω και δεν θα σε εκτιμώ”. Φυσικά, για το μέσο γονιό, αυτός είναι ένας δύσκολος κανόνας να θυμάται όταν αντιμετωπίζει ένα τρίχρονο παιδί που κάνει αταξίες. Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να καταλάβει ότι η χωρίς όρους θετική αναγνώριση δεν σημαίνει κυριολεκτικά πως οι σημαντικοί άλλοι πρέπει να αποδέχονται και να εγκρίνουν οτιδήποτε κάνει το παιδί ,ούτε σημαίνει πως πρέπει να επιτρέπεται στο παιδί να κάνει ότι θέλει χωρίς να πειθαρχεί ή να επιπλήττεται. Αν είναι έτσι τα πράγματα τότε λίγα παιδιά θα επιβίωναν καθώς δεν θα προστατεύονταν από τους πραγματικούς κινδύνους. Αυτό που σημαίνει είναι να δημιουργηθεί ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου το παιδί αναγνωρίζεται και εκτιμάται για ότι ακριβώς είναι, ένα αναπτυσσόμενο άτομο που μπορεί να είναι εκνευριστικό μερικές φορές αλλά παρόλα αυτά είναι αξιαγάπητο. Με αυτή τη λογική, οι γονείς μπορούν να εκφράζουν την αποδοκιμασία τους για κάποια συμπεριφορά του παιδιού, ενημερώνοντας το παιδί πως αποδέχονται το γεγονός πως το παιδί θέλει να έχει αυτή τη συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, ο Rogers πίστευε πως η καλύτερη γονεϊκή στρατηγική για να αντιμετωπιστούν οι άσχημες συμπεριφορές ενός παιδιού είναι να του περάσουν το μήνυμα: “σε αγαπάμε πραγματικά όπως είσαι αλλά αυτό που κάνεις μας αναστατώνει και θα είμαστε πιο χαρούμενοι αν το σταματούσες”. Το παιδί χρειάζεται να το αγαπούν και να το σέβονται πάντα, αλλά κάποιες από τις συμπεριφορές μπορεί να μη γίνονται αποδεκτές.

Είναι φανερό πως η έμφαση στη χωρίς όρους θετική αναγνώριση ως ιδανικός τρόπος προσέγγισης του παιδιού, δεν αποκλείει την απουσία πειθαρχίας, κοινωνικών περιορισμών ή άλλων μορφών ελέγχου συμπεριφοράς. Αυτό που προτείνει είναι η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας όπου το παιδί εκτιμάται και αγαπιέται για ακριβώς αυτό που είναι: ένα πολύτιμο ανθρώπινο ον. Όταν τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους με τέτοιο τρόπο ώστε να νιώθουν πως καμία εμπειρία τους δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο άξια για θετική αναγνώριση από κάποια άλλη, τότε βιώνουν χωρίς όρους θετική αυτο-αναγνώριση. Αυτό με τη σειρά του, τους επιτρέπει να αναπτύξουν τις δικές τους αξίες και ικανοποιήσεις σε συμφωνία με τις πραγματικές τους εμπειρίες, ανεξάρτητα από το αν τις εγκρίνουν οι άλλοι. Αν και πάντα θα γνωρίζουν τις προσδοκίες για το τί “πρέπει” να κάνουν, θα εμπιστεύονται τον εαυτό τους και τις αξιολογήσεις τους αντί να καθοδηγούνται από τους εξωτερικούς όρους.

Εν κατακλείδι , ο Rogers πίστευε πως η προσφορά χωρίς όρους θετικής αναγνώρισης στο παιδί, παρέχει τα θεμέλια ώστε να γίνει ένα πλήρως λειτουργικό ενήλικο άτομο. Η χωρίς όρους θετική αναγνώριση ξεκλειδώνει τη φυσική τάση πραγμάτωσης που είναι παρούσα σε όλους τους ανθρώπους και τους απαλλάσει απο την ανάγκη ψυχοθεραπευτικής η συμβουλευτικής υποστήριξης για να την απελευθερώσει.

Δημήτρης Νιδριωτάκης

Μάιος 2009

Hjelle, L., Ziegler, D. The phenomenological perspective in personality theory: Carl Rogers. Chapter. 11.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *