Η εμπειρία της κατάθλιψης

Η εμπειρία της κατάθλιψης

Πώς είναι να νιώθεις κατάθλιψη; πώς είναι να είσαι καταθλιπτικός; Τί σημαίνει έχω κατάθλιψη; Αυτές είναι κάποιες ερωτήσεις που αυτό το κείμενο θα προσπαθήσει να απαντήσει μεταξύ άλλων.

Όταν έχεις κατάθλιψη μοιάζει να έχεις γρίπη μόνο που όσο και να καταλαβαίνεις και να γνωρίζεις τί χρειάζεται να κάνεις για να την ξεπεράσεις, αυτό δεν είναι αρκετό φτάνοντας στο σημείο να νιώθεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να γίνεις καλά. Αν είσαι καταθλιπτικός νιώθεις τόσο απομονωμένος ώστε ο κόσμος μοιάζει ένα ξένο και σκληρό μέρος. Οτιδήποτε και να κάνεις δεν βοηθάει κανέναν και δεν βοηθάει και εσένα. Αναρωτιέσαι αν έχεις κάτι, αν κάτι σε εσένα πάει στραβά. Δεν μπορείς να δεις καμία διέξοδο και είσαι πεπεισμένος ή πεπεισμένη πως  θα παραμείνεις σε αυτή την κατάσταση. Σταματάς να ελπίζεις πως κάποια στιγμή θα υπάρξει φως στο τούνελ. Επιπλέον, το γεγονός πως έχεις κατάθλιψη δεν επηρεάζει μόνο εσένα αλλά και όλους τους άλλους γύρω σου στερεύοντας την πίστη και την εμπιστοσύνη που σου έχουν.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η κατάθλιψη είναι μία πολύ σημαντική πτυχή της ζωής μας, ανεξάρτητα αν την βιώνουμε εμείς ή κάποιος γνωστός, φίλος, συγγενής μας, και πως είναι απαραίτητο να αναζητούμε βοήθεια καθώς την σημερινή εποχή η βοήθεια που προσφέρεται είναι πολύ αποτελεσματική αλλάζοντας την ζωή όλων των εμπλεκόμενων.

Σημαντικό επίσης είναι να γνωρίζουμε αν έχουμε κατάθλιψη. Είναι πού δύσκολο για κάποιον που βιώνει κατάθλιψη να περιγράψει πώς βιώνει την εμπειρία. Οι περισσότερες πληροφορίες έρχονται από καταθλιπτικά άτομα που έχουν καλυτερεύσει. Συνήθως αυτό που συμβαίνει είναι να προσπαθούν να διαχειριστούν τα συναισθήματα τους, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να ανακαλύψουν τί πάει στραβά με τους ίδιους. Επίσης υπάρχουν απρόβλεπτες φορές που νιώθουν καλύτερα υποθέτοντας πως ήταν ένα επεισόδιο που πέρασε. Όμως αυτό επανέρχεται ξαφνικά και χειρότερο από πριν. Το αποτέλεσμα αυτών των συναισθηματικών αλλαγών συνήθως είναι η σύγχυση και η διακοπή της αίσθησης της συνέχειας στην εργασία και στις σχέσεις με τους άλλους. Η σύγχυση της κατάθλιψης επηρεάζει την δυνατότητα να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι.

Η κατάθλιψη είναι μία επεισοδιακή κατάσταση. Τα επεισόδια μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες ή μήνες ή χρόνια, καθώς υπάρχουν και λίγο ως πολύ ασυμπτωματικές περίοδοι. Μία από τις πιο επιβλαβείς πτυχές της κατάθλιψης είναι το γεγονός πως συχνά δεν γνωρίζουμε πως έχουμε κατάθλιψη και περνάει πολύς χρόνος έως ότου το καταλάβουμε.

Μία άλλη σημαντική πτυχή της είναι η δυσκολία να την διαχωρίσουμε από την θλίψη, τον θρήνο, το πένθος και την συναισθηματική κατάπτωση. Πως μπορούμε επομένως να καταλάβουμε την διαφορά; Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η καταθλιπτικές διαταραχές μπορούν να διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους σε σοβαρότητα, σε ένταση, σε διάρκεια και στην συχνότητα των επεισοδίων.

Τα βασικότερα χαρακτηριστικά της κατάθλιψης είναι:

1) συμπτώματα που εμπλέκουν αλλαγές στην διάθεση, στην ζωτικότητα (νοητική και σωματική) και στην αυτο-θεώρηση (αυτοεκτίμηση και αυτο-πεποίθηση)

2) έχει επεισοδιακή πορεία

3) έχει την τάση να υπάρχει μέσα σε μία οικογένεια.

Το βασικότερο στοιχείο τη κατάθλιψης είναι η ροπή, η τάση προς την απόγνωση. Όταν έχεις κατάθλιψη τείνεις να νιώθεις άχρηστος/η και ανάξιος/α, και πως είναι θέμα χρόνου μέχρι όλοι οι άλλοι το ανακαλύψουν. Επιπλέον, είσαι πεπεισμένος/η πως δεν πρόκειται να πάρεις βοήθεια από κάπου, χάνοντας την όποια ελπίδα, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, είναι η αίσθηση πως δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα μέσα μου. Υπάρχει ένα πάγωμα των συναισθημάτων, σαν να μην νιώθω τίποτα, σαν να είναι όλα μαύρα χωρίς χρώματα, σαν να μου έχουν κάνει αναισθησία, σαν να είμαι νεκρός/ή. Αυτή η κατάσταση σίγουρα δεν είναι θλίψη και λύπη. Είναι η ουσία της κατάθλιψης.

Κάτι άλλο που διαταράσσει η κατάθλιψη είναι η ικανότητα μας να συγκεντρωνόμαστε ή να σκεφτόμαστε σωστά και καθαρά. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη δυσκολεύονται να κατανοήσουν αυτά που διαβάζουν και οι σκέψεις τους είναι μπερδεμένες και ασαφείς.

Επίσης η σωματική ζωτικότητα φθίνει κατά την διάρκεια της κατάθλιψης οδηγώντας σε ένα διαρκές αίσθημα κούρασης και εξάντλησης. Δεν έχουμε την ενέργεια και την αντοχή που συνήθως είχαμε. Έχουμε μεγάλη δυσκολία να σηκωθούμε από το κρεβάτι το πρωί και δεν έχουμε ενέργεια να διεκπεραιώσουμε απλές συνηθισμένες διαδικασίες, αλλά και όσες χρειάζονται συγκέντρωση και πνευματική προσπάθεια. Κατά συνέπεια, θα υπάρξουν δυσκολίες στο εργασιακό χώρο, αν υπάρχει, μειώνοντας την απόδοση και την λειτουργικότητα προκαλώντας επιπλέον προβλήματα. Κάτι που συνήθως συμβαίνει είναι οι συναισθηματικές διακυμάνσεις κατά την διάρκεια της ημέρας, όπου νωρίς το πρωί τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και βελτιώνονται τις απογευματινές ώρες.

Η αλλαγή στην ζωτικότητα μπορεί να ερμηνευτεί ως σωματικό σύμπτωμα, οδηγώντας το άτομο που έχει κατάθλιψη να υπερασχολείται με κάποια ιατρική πάθηση που είχε στο παρελθόν. Συχνά οι απροσδιόριστοι πόνοι και ενοχλήσεις ερμηνεύονται ως συμπτώματα μίας ασθένειας που απειλεί την υγεία του ατόμου. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις κατάθλιψης μπορεί το άτομο να είναι πεπεισμένο πως πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια όπως καρκίνος ή aids.

Άλλη μία δυσλειτουργία της κατάθλιψης είναι η μείωση ή η απώλεια της σεξουαλικής διάθεσης του ατόμου.

Η κατάθλιψη επηρεάζει και την όρεξη για τροφή. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις χάνεται η όρεξη για φαγητό, περιορίζεται η λήψη τροφής και παρουσιάζεται απώλεια βάρους. Όμως ένα ίσο μέρος των ατόμων με κατάθλιψη παρουσιάζουν αύξηση της όρεξης τους και κατά συνέπεια έχουμε υπερφαγία και αύξηση του βάρους. Η υπερφαγία παρουσιάζεται και στην εποχιακή κατάθλιψη και στις χρόνιες ήπιες μορφές της. Όμως ένα τρίτο των ανθρώπων που έχουν κατάθλιψη δεν παρουσιάζουν αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες τους.

Ο ύπνος επίσης επηρεάζεται από την κατάθλιψη. Μπορεί να αυξηθούν οι ώρες που κοιμόμαστε ή να μειωθούν. Συνήθως όσοι υποφέρουν από εποχιακή και χρόνια κατάθλιψη κοιμούνται περισσότερο συγκρινόμενοι με όσους έχουν επεισοδιακή ή κάποια ακραία μορφή κλινικής κατάθλιψης, για τους οποίους η απώλεια ύπνου είναι συνηθισμένη. Η τυπική δυσκολία του ύπνου είναι να παραμένουν κοιμισμένοι ή να κοιμηθούν αφού ξυπνήσουν, και όχι τόσο να τους πάρει ο ύπνος αρχικά.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η καρδία της κατάθλιψης είναι η αίσθηση αναξιότητας για τον εαυτό μας. Η αίσθηση πως δεν αξίζουμε τίποτα, η απώλεια της αυτοεκτίμησής μας και η απώλεια της εμπιστοσύνη μας προς το εαυτό μας και στους άλλους, είναι η βάση της κατάθλιψης. Αυτή η αίσθηση μπορεί να είναι τόσο έντονη που να εμποδίζει να ακούσουμε, να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε τις διαβεβαιώσεις αγάπης των άλλων, ακόμα και των πολύ σημαντικών ανθρώπων της ζωής μας. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι δημιουργείται μία λογική που αμφισβητεί την συμπεριφορά των άλλων, ερμηνεύοντας τις διαβεβαιώσεις ως δείγμα ευγενικής συμπεριφοράς, που κρύβει θυμό, καθώς δεν είναι δυνατόν να αγαπούν, να σέβονται και να εκτιμούν ένα άτομο τόσο ανάξιο σαν και αυτούς. Το αποτέλεσμα αυτής της διαστρέβλωσης είναι η δυσκολία ανοχής και διατήρησης των σχέσεων.

Υπάρχουν και άλλα σημεία που σηματοδοτούν μια καταθλιπτική διαταραχή και αφορούν μία αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του ατόμου, λόγο χαλάρωσης των μυών του προσώπου, κάνοντας το να δείχνει συνεχώς εξαντλημένο. Κάτι άλλο που μπορεί να παρατηρηθεί είναι μία βραδυκινησία, μια βραδυγλωσσία, μία καθυστέρηση στις αποκρίσεις και στις αντιδράσεις και μία αίσθηση πως το άτομο δεν έχει καθόλου ενέργεια και πως πασχίζει πάρα πολύ να κάνει το οτιδήποτε.

Βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης είναι η παρουσία υψηλών ποσοστών άγχους. Είναι παρατηρημένο πως η κατάθλιψη συνδέεται με υψηλή συχνότητα αγχωτικών συμπτωμάτων ή αγχωτικών διαταραχών. Μπορούμε να πούμε πως τα υψηλά επίπεδα άγχους ίσως υποδεικνύουν μία καταθλιπτική διαταραχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι άνθρωπο με άγχος είναι καταθλιπτικοί. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που παρουσιάζουν αγχωτικές διαταραχές χωρίς να έχουν κατάθλιψη. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως υπάρχει μία σύνδεση των δύο διαταραχών και μάλιστα έχουμε στοιχεία από νευροβιολογικές έρευνες που δείχνουν κοινή χρήση των νευρικών κυκλωμάτων και των εγκεφαλικών δομών.
Όταν μιλάμε για άγχος εννοούμε διάφορα συμπτώματα όπως κρίσεις πανικού, διάφορες φοβίες και διάφορα ιδεο-ψυχαναγκαστικά συμπτώματα. Παρόλο που μπορεί να υπάρχουν πολλές φοβίες και ψυχαναγκασμοί σε κάποιο άτομο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, με κόστος κάποιους περιορισμούς. Αυτό όμως που συμβαίνει σε πολλούς καταθλιπτικούς είναι πως τα αγχωτικά συμπτώματά τους είναι τόσο εξουθενωτικά που δεν επιτρέπουν μια φυσιολογική, λειτουργική ζωή.

Μία από τις συχνές συνδέσεις της κατάθλιψης με κάποια αγχώδη διαταραχή είναι η αγοραφοβία. Η αγοραφοβία συνδέεται με έναν έντονο φόβο κάποιου να βρεθεί έξω δημόσια, στον κόσμο, συνήθως γιατί όλοι θα τους κοιτάζουν, θα τους σχολιάζουν και θα καταλάβουν πόσο ανάξιοι είναι. Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι που βιώνουν αγοραφοβία, φοβούνται επίσης πάρα πολύ να μείνουν μόνοι τους, αναγκάζοντας τους συντρόφους τους να μένουν μαζί τους ή να τους συνοδεύουν.

Κοντινή σχέση έχει και η εμφάνιση απρόσμενων πανικών (έντονη, ξαφνική ταχυκαρδία, εφίδρωση, σφίξιμο στο στήθος, ελαφρύς πονοκέφαλος , γρήγορη κοφτή αναπνοή, αίσθημα επερχόμενου θανάτου ή «τρέλας», τάση φυγής). Η βίωση ενός πανικού είναι αρκετή ώστε να δημιουργηθεί φόβος επανάληψης του, κάνοντας το άτομο να αποφεύγει καταστάσεις που θεωρεί πως προκάλεσαν τον πανικό. Με αυτόν τον τρόπο οι πανικοί και οι φοβίες συνδέονται μεταξύ τους. Αν οι επιθέσεις πανικού συνεχίσουν να συμβαίνουν και σε άλλες νέες καταστάσεις τότε το άτομο περιορίζεται ακόμα περισσότερο, κάνοντάς το ακόμα πιο ευάλωτο σε μία επίθεση την επόμενη φορά που θα βρεθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση που του προκάλεσε κρίση πανικού. Η κατάληξη είναι να περιορίζονται τόσο πολύ που εγκλωβίζονται στο σπίτι τους λόγο του φόβου των κρίσεων πανικού.

Για πολλούς ανθρώπους η καταπολέμηση της κατάθλιψης καταπολεμά και το άγχος. Όμως υπάρχουν και πολλοί που αν και η κατάθλιψή τους φεύγει, το άγχος παραμένει αν και σε μικρότερο βαθμό και ένταση. Το θετικό στοιχείο είναι πως  τα περισσότερα αντικαταθλιπτικά φάρμακα αποτελούν καλές θεραπευτικές μεθόδους ακόμα και σε περιπτώσεις που το άτομο δεν έχει βιώσει κατάθλιψη.

Στο τελευταίο μέρος θα αναφερθούμε σε δύο χαρακτηριστικά της κατάθλιψης που ίσως δεν είναι και τόσο άμεσα συνδεδεμένα με την διαταραχή στο ευρύ κοινό. Το ένα είναι η παρουσία παραισθήσεων (hallucinations) και το δεύτερο η παρουσία ψευδαισθήσεων (delusions) σε περιόδους κατάθλιψης.

Είναι απαραίτητο να ξέρουμε πως κάποια συμπτώματα της διαταραχής είναι πιο εύκολο να εντοπιστούν και να παρατηρηθούν και παρουσιάζουν μια συνέπεια στην εμφάνισή τους όπως η απώλεια της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησης. Όμως κάποια άλλα δεν παρουσιάζονται σταθερά και μόνιμα, δηλαδή παρουσιάζονται σε κάποιους ανθρώπους και όχι σε όλους, όπως επίσης στον ίδιο άνθρωπο να υπάρχουν σε ένα επεισόδιο και όχι σε κάποιο άλλο.
Οι ψευδαισθήσεις και οι παραισθήσεις είναι από τα πιο έντονα συμπτώματα και είναι αρκετά συχνά ώστε μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε ως στοιχεία της κατάθλιψης ή της μανίας.  Αν και αρκετά συχνά, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι και αυτά που αναστατώνουν και μπερδεύουν τα άτομα που βιώνουν κατάθλιψη αλλά και τις οικογένειες τους.

Η παραισθηση είναι η αντίληψη κάποιου ερεθίσματος χωρίς να υπάρχει αυτό το ερέθισμα. Ερέθισα εννοούμε ένα αντικείμενο που βλέπουμε. Αντίληψη είναι η φυσιολογική λειτουργία των πέντε αισθητήριων οργάνων μας. Διαχωρίζουμε την παραίσθηση από την διαστρεβλωμένη ή παρεξηγημένη αντίληψη και από τις εικόνες. Οι εικόνες είναι συχνά δυνατές αλλά τις βλέπουμε με το μάτι του μυαλού και δεν έχουν την πραγματική ποιότητα της πραγματικής αντίληψης. Σε περίπτωση μίας διαστρεβλωμένης αντίληψης, κάτι υπάρχει εκεί πραγματικά (ένα ερέθισμα) το πρόβλημα είναι πως νομίζουμε πως είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι, για παράδειγμα κάποιος σχηματισμός στα σύννεφα ή ένα ΑΤΙΑ αντί για έναν δορυφόρο. Αυτό λέγεται οφθαλμαπάτη (illusion) ή παρερμηνεία.

Η παραίσθηση έχει όλα τα στοιχεία της φυσιολογικής αντίληψης εκτός του ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω. Μέρος της αξιολόγησης της και της διαδικασίας μεταξύ του ανθρώπου που βιώνει κατάθλιψη και του ειδικού είναι η διαφοροποίηση των τριών αυτών γεγονότων με έναν τρόπο που δεν προκαλεί αίσθημα απόγνωσης και φόβου.

Η ψευδαίσθηση (delusion) είναι μία σταθερή, λανθασμένη, ιδιοσυγκρασιακή ιδέα ή αξιολόγηση που είναι σχεδόν πάντα τόσο έντονη που δεν αφήνει χώρο στο μυαλό για οτιδήποτε άλλο. Με την έννοια σταθερή εννοούμε πως παρόλο που μπορούμε να αντιτάξουμε οτιδήποτε προκειμένου να αποδείξουμε πως η ιδέα είναι λανθασμένη, εκείνη δεν φεύγει από το μυαλό του ατόμου, το οποίο συνεχίζει να πιστεύει πως αυτό ξέρει την αλήθεια.  Η ψευδαίσθηση είναι ιδιοσυγκρασιακή καθώς είναι βαθιά προσωπική και δεν μοιράζεται με κανέναν άλλο. Παραδείγματα ψευδαισθήσεων είναι η πεποίθηση κάποιου πως έχει μια θανατηφόρα ή όχι ασθένεια (aids, επιληψία), ότι έρχεται κάποια καταστροφή, πως οι άλλοι θέλουν να τον/την βλάψουν ή πως το εσωτερικό του σώματος τους είναι σάπιο ή πως δεν έχει τίποτα στο σώμα του ή στο κεφάλι του.

Μία άλλη μορφή ψευδαίσθησης  που παρατηρείται σε άτομα με κατάθλιψη είναι η έντονη βαθιά παθολογική, νοσηρή ζήλια προς τον/την σύντροφο τους. αυτού του τύπου η ζήλια δεν χρειάζεται την ύπαρξη καταθλιπτικής διαταραχής, όμως συμβαίνει πιο συχνά σε άτομα που βιώνουν κατάθλιψη. Κάποιοι μπορούν να αναπτύξουν ζήλια βασιζόμενοι σε αβάσιμες υποψίες, όμως αυτό που την κάνει μη φυσιολογική είναι η ακραία της ψευδαισθητική μορφή.
Η παθολογική ζήλια έχει μία συγκεκριμένη μορφή σε άτομα που βιώνουν κατάθλιψη ή μανία. Φαίνεται να προέρχεται από αισθήματα κατωτερότητας ή αναξιότητας στα οποία βασίζεται ή κατάθλιψη. Κάποιες φορές οι υποψίες για τους/τις συντρόφους αναπτύσσονται από την πεποίθησή πως είναι τόσο ανάξια άτομα για να αγαπηθούν ώστε αυτοί που λένε πως τα αγαπούν ψεύδονται ή προσποιούνται. Έτσι ξεκινά μία διαδικασία ερωτημάτων σχετικά με τους λόγους αυτής της προσποίησης.

Η παθολογική ζήλια μπορεί να παρουσιαστεί ξαφνικά σε άτομα που δεν ζήλευαν ποτέ στο παρελθόν ή μπορεί να είναι η επιδείνωση μιας ήπιας μορφής ζήλιας.

Αν και οι άνθρωποι που υποφέρουν από κατάθλιψη ή μανία συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι για τους άλλους, υπάρχουν εξαιρέσεις. Όσοι βιώνουν παθολογική, νοσηρή, ψευδαισθησιακή ζήλια μπορεί να κατακλειστούν από την δύναμη και την ένταση της πλάνης, της ψευδαίσθησης και να γίνουν επικίνδυνοι για τους/τις συντρόφους τους, τον εαυτό τους ή όποιον άλλον σχετίζεται με αυτήν.  Σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται άμεση παρέμβαση που δυστυχώς συχνά δεν συμβαίνει καθώς δεν γίνεται κατανοητή η κρισιμότητα της κατάστασης από την οικογένεια, την αστυνομία και την δικαιοσύνη με τραγικές καταλήξεις.

Τέλος, μία άλλη μορφή πλάνης, ψευδαίσθησης  είναι η ερωτομανία που ορίζεται ως η πίστη, ενάντια σε όλα τα στοιχειά, κάποιου ατόμου πως ένα άλλο άτομο (με το οποίο έχει εμμονή) είναι ερωτευμένο μαζί του και το καταδιώκει ή το πολιορκεί. Η κατάσταση αυτή συχνά συνδέεται με μια άλλη διαταραχή αυτήν της καταδίωξης, παρακολούθησης (stalking). Ο/η καταδιώκτης (stalker) γίνεται η σκιά του αντικειμένου προσκόλλησης του/της, στέλνει γράμματα και δώρα ή εμφανίζεται στο σπίτι οποιαδήποτε ώρα και συνθήκες. Σε κάποιες περιπτώσεις η αντίδραση του ατόμου που καταδιώκεται, στα μάτια του ψευδαισθητικού ατόμου φαίνεται επιβράβευση διογκώνοντας το πρόβλημα.

Η συνηθισμένη αντιμετώπιση της κατάστασης έχει να κάνει με την απομάκρυνση του καταδιώκτη και με αντικαταθλιπτική αγωγή που απομακρύνει την κατάθλιψη και την ερωτομανία, αν και κάποιες φορές αυτό δεν είναι αρκετό ή το φαινόμενο εμφανίζεται ξανά σε άλλο καταθλιπτικό επεισόδιο.

Κλείνοντας, η σύντομη περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της κατάθλιψης κάνει φανερή την αλλαγή που επιφέρει στην ζωή του ατόμου που την βιώνει αλλά και στους γύρω του. Επίσης, αυτό που χρειάζεται να ξέρουμε είναι πως εμφανίζεται με διάφορες μορφές και εντάσεις, με διάφορες διάρκειες και με διάφορα συμπτώματα. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να μην φοβηθούμε να ζητήσουμε βοήθεια σε περίπτωση που αντιληφθούμε πως εμείς ή κάποιο άτομο του περιβάλλοντος μας ίσως παρουσιάζει κάποια μορφή, καθώς έχουμε αρκετές μεθόδους αντιμετώπισης της που μπορούν να αλλάξουν την ζωή αυτού ή αυτής που υποφέρει.
DePaulo, R., J., Horvitz, L.,A.(2002).Understanding Depression: What We Know and What You Can Do About It. John Wiley & Son : New York.

Pettit, J.,W., Joiner, T.,E. (2006). Chronic Depression: interpersonal sources, therapeutic solutions. American Psychological Association: Washington, DC.

Swartz, C., M., Shorter, E. (2007). Psychotic Depression. Cambridge University Press: UK.  

Δημήτρης Νιδριωτάκης

Γράψτε απάντηση στο Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *