Η σχέση γονέα – παιδιού και η σπουδαιότητά της

Η σχέση γονέα – παιδιού και η σπουδαιότητά της

Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια να αναδειχθεί η σπουδαιότητα που έχει για το παιδί η σχέση του με τους γονείς του, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από το πρίσμα της θεωρίας προσκόλλησης/δεσμού.

Η θεωρία των σχέσεων δεσμού μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως μια δυαδική διαδικασία ρύθμισης και ελέγχου των συναισθημάτων. Από βιολογική σκοπιά, η προσκόλληση (attachement) είναι ένας τρόπος επιβίωσης και επιπλέον ένας τρόπος ελέγχου του άγχους.

Ο Bowlby πίστευε πως η φύση έχει τροφοδοτήσει τα ανθρώπινα βρέφη με διάφορες έμφυτες συμπεριφορές οι οποίες αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσης τους. Καθώς τα ανθρώπινα βρέφη είναι ακραία ευάλωτα και εξαρτημένα, είναι πού σημαντικό για αυτά να εξασφαλίσουν την προσοχή και την διαθεσιμότητα των ενήλικων για να επιβιώσουν. Το χαμόγελο, ο προσανατολισμός προς τους άλλους, το κοίταγμα εκεί που κοιτά ο άλλος και η μίμηση των εκφράσεων του προσώπου και των κινήσεων του άλλου, όλα προέρχονται από τα ένστικτα του βρέφους και εξυπηρετούν στην επικοινωνία και το δέσιμο του με ενήλικες. Αυτές οι συμπεριφορές βοηθούν στην φυσική και συναισθηματική σύνδεση του βρέφους με τους κύριους φροντιστές του. Αυτές οι πρώιμες εμπειρίες δεσίματος/προσκόλλησης θα εξελιχθούν αργότερα σε μοτίβα προσκόλλησης ή σχέσεων δεσμού.

Για τα ευάλωτα βρέφη δυο πράγματα έχουν σημασία για την επιβίωση τους, το ένα είναι η αντίληψη του κινδύνου και το δεύτερο η αναζήτηση ασφάλειας. Για την θεωρία του δεσμού, τα παιδιά παρακολουθούν το περιβάλλον τους για σημάδια κινδύνου και απειλής. Για τα βρέφη, ο διαχωρισμός τους από τον κύριο φροντιστή τους ή η συνήπαρξη με μια ανεπαρκή, μη αποκριτική προς αυτά φιγούρα δεσμού είναι σημάδι πιθανού κινδύνου, το οποίο θα ενεργοποιήσει συμπεριφορές προσκόλλησης. Συμπεριφορές προσκόλλησης είναι αυτές που σκοπεύουν να τραβήξουν την προσοχή του φροντιστή και να εξασφαλίσουν την εμπλοκή του και την δέσμευσή του (κλάμα, ουρλιαχτό, χαμόγελο, κίνηση και άλλα). Επομένως το σύστημα προσκόλλησης του παιδιού που βρίσκεται σε κίνδυνο ή νιώθει δυσφορία ενεργοποιεί συμπεριφορές προσκόλλησης με σκοπό να το προστατεύσει. Όταν επιτευχθεί ο στόχος, όταν επανασυνδεθεί το βρέφος με τον φροντιστή του και μειώνεται η φυσιολογική και συναισθηματική του ένταση και δυσφορία, το σύστημα απενεργοποιείται.

Βάσει αυτής της διαδικασίας, οι γονείς και οι κοντινοί άλλοι που λειτουργούν ως φροντιστές, γίνονται φιγούρες προσκόλλησης και δεσμού, που ορίζονται ως οι άνθρωποι που το παιδί θα στραφεί για να αναζητήσει ασφάλεια και φροντίδα σε στιγμές κινδύνου και δυσφορίας.

Για τα περισσότερα παιδιά η ενεργοποίηση του συστήματος προσκόλλησης τους είναι ακριβής, άμεση και αποτελεσματική. Για κάποια όμως η διαθεσιμότητα και αποτελεσματικότητα της φιγούρας δεσμού σε στιγμές ανάγκης δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη ή η συμπεριφορά της φιγούρας επανειλημμένα δημιουργεί στο παιδί συναισθήματα άγχους και φόβου.

Μέχρι να φτάσουν στο στάδιο που μπορούν να εκφραστούν με τη γλώσσα, τα παιδιά επικοινωνούν τις ανάγκες και τις ψυχικές τους καταστάσεις με την συμπεριφορά τους. Παρόλα αυτά, μπορούν να βιώσουν το πώς αντιδρούν οι φροντιστές τους σε αυτές τις συμπεριφορές και πώς αυτές οι αντιδράσεις τα κάνουν να νιώθουν. Αυτές οι εμπειρίες αρχίζουν να επεξεργάζονται γνωστικά δημιουργώντας εσωτερικά νοητικά μοντέλα του πώς λειτουργεί ο κόσμος του παιδιού, ο κόσμος των άλλων και οι σχέσεις. Αυτές οι νοητικές αναπαραστάσεις αναφέρονται σε αναμνήσεις, εμπειρίες, συμπεράσματα, αποτελέσματα, συναισθήματα και γνώση για το τί τείνει να συμβαίνει στις σχέσεις, και ειδικότερα στις σχέσεις με τις φιγούρες προσκόλλησης, σε καταστάσεις ανάγκης. Ένα σημαντικό στοιχείο των νοητικών αναπαραστάσεων είναι πως περιέχουν προσδοκίες που βασίζονται σε προηγούμενες εμπειρίες. Προβλέπουν τί μπορεί να συμβεί όταν εκφράζονται συναισθήματα ή παρουσιάζονται ανάγκες. Τα νοητικά μοντέλα καθοδηγούν την συμπεριφορά, αλλά το σημαντικότερο είναι πως περιέχουν το πρώιμο περίγραμμα του εαυτού και την σχέση του στο κοινωνικό περιβάλλον.

Ο κύριος σκοπός των νοητικών αναπαραστάσεων είναι να ρυθμίζουν τα αρνητικά αισθήματα του φόβου, της δυσφορίας και του άγχους που πυροδοτούνται όταν το παιδί νιώθει ανασφαλές. Ο εγκέφαλος του βρέφους είναι προγραμματισμένος να νοηματοδοτεί την εμπειρία, και επομένως ο τρόπος που οι άλλοι αντιδρούν στον εαυτό του, ειδικά σε στιγμές δυσφορίας και ανάγκης, παρέχει στο αναπτυσσόμενο βρέφος πληροφορίες για το είδους του εαυτού που είναι – εαυτός που αγαπάνε ή όχι, άξιος για προστασία ή όχι, αποτελεσματικός ή όχι. Επιπλέον παρέχει πληροφορίες για το αν οι άλλοι μπορούν να είναι διαθέσιμοι σε στιγμές ανάγκης ή όχι, αν μπορούν να αγαπήσουν και να νοιαστούν ή όχι, ή αν μπορούν να ενδιαφερθούν ή όχι.

Η ικανότητα της γνωστικής αναπαράστασης σημείων κλειδιών του κοινωνικού περιβάλλοντος αυξάνει την κατανόηση και την αποδοτικότητα του παιδιού. Τα παιδιά έχοντας νοητικές αναπαραστάσεις για το πώς μπορεί οι άλλοι να συμπεριφερθούν και πώς μπορεί να τα ίδια νιώσουν, ξεκινάνε να οργανώνουν την συμπεριφορά προσκόλλησης τους ώστε να αυξήσουν την διαθεσιμότητα, την εγγύτητα και την ευαισθησία των φροντιστών τους. Αρχίζουν να αναπτύσσουν στρατηγικές για να ανακτούν τα συναισθήματα ασφάλειας όταν νιώθουν άγχος ή φόβο. Με τον καιρό, αυτές οι νοητικές αναπαραστάσεις αρχίζουν να οδηγούν τις προσδοκίες, τα πιστεύω και τις συμπεριφορές τους σε όλες τις σημαντικές σχέσεις τους.

Σταδιακά τα παιδιά μαθαίνουν να τροποποιούν τις δικές τους συμπεριφορές βάσει των σχεδίων, σκοπών, απόψεων και της προσωπικότητας των γονέων με σκοπό να μεγιστοποιήσουν την πρόθεση και διαθεσιμότητα τους για παροχή φροντίδας και προστασίας.

Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι οργάνωσης των συμπεριφορών προσκόλλησης ανάλογα την ευαισθησία και το ενδιαφέρον των φροντιστών: ασφαλής, αποφευτική και διφορούμενη. Κάθε μια είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του παιδιού να μεγιστοποιήσει το γονικό ενδιαφέρον και προστασία. Κάθε τύπος προσκόλλησης είναι μια προσαρμοστική στρατηγική σε διαφορετικά καθεστώτα φροντίδας που αναπτύσσονται από τα παιδιά για να τα βοηθήσουν να μείνουν κοντά στους φροντιστές τους σε στιγμές έντονης αρνητικής διέγερσης, ανεξάρτητα αν δείχνουν αυτήν την διέγερση στον φροντιστή ή όχι.

Τα παιδιά που βρίσκονται σε σχέσεις με γονείς που τα φροντίζουνε με αρκετή ευαισθησία, αγάπη, ανταπόκριση, συντονισμό, σταθερότητα, διαθεσιμότητα και αποδοχή αναπτύσσουν μία ασφαλή σχέση δεσμού ή προσκόλλησης. Οι γονείς ενδιαφέρονται για τις σωματικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού και προσπαθούν να κατανοήσουν το παιδί αλλά και το παιδί να κατανοήσει αυτούς. Αυτή η στάση βοηθάει στην δημιουργία μιας συντονισμένης και συνεργατικής σχέσης.

Μέσω αυτής της σχέσης οι γονείς βοηθούν τα παιδιά να νιώθουν κατανοητά και επαρκεί στο να αναγνωρίζουν, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους. Επίσης τα ασφαλή παιδιά βιώνουν και εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα ξέροντας πως έχουν την ικανότητα να ρυθμίσουν την δυσφορία τους είτε από μόνα τους είτε ζητώντας και παίρνοντας βοήθεια από κάποια φιγούρα προσκόλλησης.

Αυτό δεν σημαίνει πως οι ευαίσθητοι γονείς δεν διαταράσσουν την σχέση τους με το παιδί. Σίγουρα το κάνουν αλλά αυτό που κάνει την διαφορά είναι η ικανότητα τους να αναγνωρίζουν πως κάποιες φορές αυτή η σχέση μπορεί να διαταράσσεται. Μπορεί να αδιαφορήσουν, να παρανοήσουν ή να μην κατανοήσουν μια ανάγκη του παιδιού ή μπορεί να προκαλέσουν δυσφορία στο παιδί. Έχοντας ενεργοποιήσει με αυτόν τον τρόπο το σύστημα προσκόλλησης του παιδιού και επομένως τις συμπεριφορές προσκόλλησης αυτό που κάνουν είναι να αναγνωρίζουν όλη αυτήν την διαδικασία και να προσπαθούν να την διορθώσουν.

Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι γονείς για να ρυθμίσουν την δυσφορία των παιδιών τους, σταδιακά εσωτερικεύονται από τα παιδιά. Αυτό σημαίνει πως το παιδί εσωτερικεύει την ιδέα και την εμπειρία πως μπορεί να διορθωθεί το άγχος αποχωρισμού από τον γονέα ή η απώλεια της σχέσης που έχουν. Εσωτερικεύει την εμπειρία της μετατροπής των αρνητικών συναισθημάτων σε θετικών και την αποσύνδεση σε επανασύνδεση κάνοντας το πιο σίγουρο για τις ικανότητες του και ικανό να εμπιστεύεται την δυνατότητα των άλλων να ανταποκρίνονται σε εκείνο.

Επιπλέον αυτή η διαδικασία οδηγεί το παιδί στο να νιώθει ασφαλές όταν εκφράζει τις ανάγκες προσκόλλησης του στους άλλους, κάνοντας το να συμπεριφέρεται ελεύθερα και ανοιχτά στις σχέσεις του, να επικοινωνεί με ακρίβεια και ειλικρινά και να μπορεί αντανακλά τόσο τις δικές του σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές αλλά και των άλλων. Συνολικά η εσωτερίκευση όλων αυτών δημιουργεί μια προσδοκία και την σιγουριά πως οι φιγούρες προσκόλλησης θα είναι χωρίς όρους διαθέσιμες και θα ανταποκριθούν σε καταστάσεις ανάγκης.

Αν το παιδί νιώθει αγαπητό και κατανοητό, τότε αναπτύσσει μια γνωστική αναπαράσταση το εαυτού του ως αγαπητό και ψυχολογικά συνεκτικό. Ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της ψυχικής υγείας είναι η διαχείριση και ο έλεγχος των συναισθημάτων και των συγκινήσεων. Το παιδί χρειάζεται, με την βοήθεια των φροντιστών του, να αναγνωρίζει, να καταλαβαίνει και να ρυθμίζει τα συναισθήματα του για να μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στο κοινωνικό περιβάλλον. Όσο πιο πλούσια, ανοιχτή και σταθερή είναι η επικοινωνία του με τους φροντιστές του, τόσες περισσότερες πληροφορίες αποκτά για την κατανόηση του εαυτού του και τους άλλους. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί να νιώθει ασφαλές και να μένει σχετικά οργανωμένο όταν βιώνει άγχος και δυσφορία, χωρίς να το συντρίβουν και να το κατακλύζουν τα αρνητικά συναισθήματα και να νιώθει απειλή.

Δεν είναι έκπληξη πως τα παιδιά με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης παρουσιάζουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση και νιώθουν πιο σίγουρα και αποτελεσματικά. Μπορούν να αναγνωρίσουν πως η συμπεριφορά τους αλλά και των άλλων μπορεί να εξηγηθεί ψυχολογικά δηλαδή μπορούν να βγάζουν νόημα του ψυχολογικού κόσμου του δικού τους και των άλλων. Μπορούν να βλέπουν το εαυτό τους πιο αντικειμενικά και μπορούν αν αξιολογούν ανοιχτά και χωρίς διαστρεβλώσεις τις ψυχολογικές καταστάσεις των άλλων και του εαυτού τους. Με αυτόν τον τρόπο νιώθουν κοινωνικά πιο ικανοί και βιώνουν πιο ικανοποιητικά τις σχέσεις τους με συνομήλικους, με τους συντρόφους και με τα παιδιά τους.

Τα παιδιά με ασφαλή δεσμό προσκόλλησης ξέρουν πως σε καταστάσεις κινδύνου ανάγκης οι φροντιστές τους θα είναι διαθέσιμοι και θα ανταποκριθούν. Ξέρουν επίσης πως μπορεί κάποιες φορές η σχέση με τους φροντιστές να προκαλεί αισθήματα ανασφάλειας και φόβου αλλά μόλις επανακτηθεί η σχέση θα νιώσουν συναισθήματα ασφάλειας και ευχαρίστησης.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα για τα παιδιά που έχουν έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης με τους φροντιστές τους. Τα παιδιά αυτά βιώνουν συνεχές άγχος για το πού βρίσκονται οι φροντιστές τους σε καταστάσεις ανάγκης και ταυτόχρονα υποφέρουν από αβεβαιότητα για τον τύπο και την ευαισθησία της ανταπόκρισης που θα έχουν όταν συνδεθούν. Δεν είναι σίγουρα πως η φιγούρα προσκόλλησης θα είναι διαθέσιμη για να προσφέρει φυσική και ψυχολογική ασφάλεια σε καταστάσεις ανάγκης. Υπάρχουν δυο τύποι ανασφαλή δεσμού: η αποφευτική (avoidant) σχέση δεσμού και η αμφίθυμη (ambivalent) σχέση δεσμού.

Οι φροντιστές που δεν θέλουν (αποφευτικοί) είτε δεν μπορούν (αμφίθυμοι) να ανταποκριθούν ή να ικανοποιήσουν τις εκφραζόμενες ανάγκες προσκόλλησης δημιουργούν άγχος και ανασφάλεια στην σχέση τους με το παιδί. Τα παιδιά αυτά για να αυξήσουν την γονική προσοχή και σημασία, μαθαίνουν ασυνείδητα πως δεν μπορούν να εφαρμόζουν τις στρατηγικές που διαθέτουν και πως χρειάζεται να καταφύγουν σε δευτερεύουσες. Έτσι αναγκάζονται να αναδιοργανώσουν την στρατηγική και συμπεριφορά προσκόλλησης για να ανακτήσουν την προσοχή και την ανταπόκριση των γονιών τους. Αν πετύχει η νέα στρατηγική τότε επιτυγχάνεται ο στόχος για αυξημένη προσοχή και ασφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί βιώνει ασφάλεια και υιοθετεί τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές της στρατηγικής.

Αυτές οι προσαρμοστικές στρατηγικές όμως έχουν αναπτυξιακό κόστος για το παιδί. Δεν μπορεί να μάθει ή να δείξει τον πραγματικό και πλήρη ψυχολογικό εαυτό του στον φροντιστή καθώς αυτό θα μειώσει την διαθεσιμότητα του, την φροντίδα και το ενδιαφέρον του. Μειώνοντας την συναισθηματική επίδραση, στην περίπτωση αποφευτικών στρατηγικών, ή υπερτονίζοντας την δυσφορία τους, σε περίπτωση αμφίθυμης στρατηγικής, τα παιδιά αμυντικά διαστρεβλώνουν τα στοιχεία της δικής τους αλλά και των άλλων ψυχολογικής κατάστασης και ύπαρξης. Ως συνέπεια, αποτυγχάνουν να επεξεργαστούν, να μάθουν και να κατανοήσουν καλύτερα τα συναισθήματα τους (στις αποφευτικές στρατηγικές) ή πώς οι σκέψεις και οι συμπεριφορές επηρεάζουν τους ανθρώπους και τα συναισθήματα τους (σε στρατηγικές αμφίθυμες).

Τα ανασφαλή άτομα νιώθουν άγχος όποτε βιώνουν θέματα και εμπειρίες που σχετίζονται με τον δεσμό προσκόλλησης τους. Δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους άλλους, συμπεριλαμβανομένου και της φιγούρας προσκόλλησης, για να τα βοηθήσει να ρυθμίσουν και να ελέγξουν την δυσφορία και την διέγερσή τους ώστε να επανέλθουν σε ένα σημείο ισορροπίας. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι βιώσουν και να διερευνήσουν τις νοητικές αναπαραστάσεις που έχουν για την σχέση δεσμού που έχουν. Αυτό τους στερεί την δυνατότητα να ανακλούν τις δυσάρεστες εμπειρίες από την σχέση προσκόλλησης που έχουν έτσι ώστε να μπορούν να αναδιοργανώσουν τα νοητικά μοντέλα για την εκάστοτε ψυχική κατάσταση τους ή των άλλων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν να ενημερώσουν την κατανόηση τους για το πως ο εαυτός τους και οι άλλοι λειτουργούν ως ψυχολογικά και συναισθηματικά όντα, οδηγώντας τα να συσχετίζονται κλειστά, με άμυνες και διαστρεβλώσεις και χωρίς συναισθηματική ευφυΐα.

Τα ανασφαλή άτομα αμύνονται ενάντια στα στα συναισθήματα που δημιουργούνται από τις εμπειρίες που έχουν σχετικά με την σχέση προσκόλλησης τους. Τα άτομα με αποφευτικό δεσμό προσκόλλησης απορρίπτουν ή εξαιρούν πληροφορίες που πυροδοτούν επώδυνα συναισθήματα αντιλαμβανόμενης ή προσδοκώμενης απόρριψης, ενώ αυτοί με αμφίθυμο δεσμό προσπαθούν να μην σκέφτονται τον πόνο και την ντροπή που νιώθουν να τους φροντίζουν άτομα που ενδιαφέρονταν πρώτα για τις προσωπικές τους ανάγκες και όχι των παιδιών τους. Αυτά τα άτομα είναι συνεχώς αγχωμένα και απασχολημένα με την συναισθηματική διαθεσιμότητα και ενδιαφέρον των άλλων, φοβούνται την συναισθηματική εγκατάλειψη και αυτό τα οδηγεί στο να υπερ-εμπλέκονται με τους άλλους και να έχουν υπερ-απαιτήσεις από τις σχέσεις τους.

Πως δημιουργείται ένας ανασφαλής δεσμός προσκόλλησης; Υπάρχουν κάποιοι γονείς-φροντιστές που νιώθουν άγχος ή θυμό όταν τα παιδιά τους παρουσιάζουν συμπεριφορές προσκόλλησης, που σημαίνει πως φαίνονται εξαρτημένα, ευάλωτα, έχουν δυσφορία, ανάγκες ή έχουν συναισθηματικές απαιτήσεις. Αυτό που κάνουν είναι να απομακρύνονται συναισθηματικά από το παιδί και τα σημάδια δυσφορίας, αντί να προσπαθήσουν να καταλάβουν το παιδί και την αναστατωμένη ψυχική και νοητική του κατάσταση ώστε να το βοηθήσουν να ηρεμήσει και να τα ελέγξει. Αυτό που κάνουν είναι να προσπαθούν να επιβάλλουν τις απόψεις τους για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένα “καλό” παιδί και να επιβάλουν στο παιδί πώς πρέπει να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τον εαυτό του. Φυσικά ένα καλό παιδί δεν πρέπει να δείχνει καμία συμπεριφορά προσκόλλησης ή να έχει συναισθηματικές απαιτήσεις από τους γονείς του.

Οι γονείς αυτοί απορρίπτουν τις όποιες συμπεριφορές προσκόλλησης και αποδέχονται το παιδί όταν συμπεριφέρεται ως ανεξάρτητο, αυτο-συγκρατημένο και με αυτάρκεια. Η απόρριψη δεν είναι προς το παιδί αλλά προς το παιδί που είναι ευάλωτο, έχει ανάγκες και είναι εξαρτημένο. Επομένως το παιδί πρέπει να καταλάβει αυτό το περιβάλλον και να προσαρμοστεί ώστε να έχει την μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα και προστασία. Ο τρόπος που προσαρμόζονται σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι να υποβαθμίζουν και να καταστέλλουν τα συναισθήματα ανάγκης. Υπερ-ελέγχουν τα αισθήματα τους, και συνεχώς αμελούν τα αρνητικά συναισθήματα τους από την γνωστική επεξεργασία και την συμπεριφορά τους. Απενεργοποιούν τις συμπεριφορές προσκόλλησης ώστε να αυξήσουν την γονική διαθεσιμότητα, αποδοχή, εγγύτητα και ανταπόκριση. Με αυτόν τον τρόπο αυτο-χειραγωγούνται και συμπεριφέρονται όπως θα ήθελαν οι γονείς τους, αφήνοντας τα με ένα μόνιμο άγχος πως αν δείξουν πως έχουν ανάγκη ή αισθήματα ή είναι ευάλωτα τότε θα διώξουν τον φροντιστή τους.

Έτσι, τα παιδιά αυτά δείχνουν συναισθηματικά ανεξάρτητα, αυτάρκη, αυτο-συγκρατημένα και υπάκοα. Όντας σε μια σχέση που τα αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές αποκρύπτονται και απορρίπτονται, νιώθουν άβολα όποτε βρίσκονται σε ευάλωτη θέση ή νιώθουν ευάλωτα. Για αυτό το λόγο έχουν την τάση να απωθούν και να αποκλείουν αμυντικά τα αισθήματα που σχετίζονται με προσκόλληση του φόβου, ανάγκης, επιθυμίας, τρωτότητας και δυσφορίας, από την συνειδητή, στοχαστική νοητική επεξεργασία. Η διαδικασία αυτή τους στερεί την δυνατότητα γνωστικής επεξεργασίας αυτών των αισθημάτων και των καταστάσεων και επομένως την δυνατότητα πλήρους διερεύνησης και κατανόησης τους, κάνοντας τα να νιώθουν αγχωμένα και άβολα.

Τελικά τα παιδιά αυτά μπορεί να μαθαίνουν πως θα είναι με το μέρος των γονιών τους, αλλά δεν ξέρουν πως να αποσπούν φροντίδα και ασφάλεια και μαθαίνουν να αποφεύγουν την συναισθηματική εγγύτητα και οικειότητα.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν γονείς που είναι υπερ-απασχολημένοι με δικά τους εσωτερικά θέματα, ανάγκες και ανησυχίες που δεν τους αφήνουν να ασχοληθούν επαρκώς με αυτά του παιδιού τους. Διακατέχονται από έναν φόβο συναισθηματικής εγκατάλειψης και αδιαφορίας από τους άλλους. Βρίσκονται συνεχώς σε μια αγχώδη, συνεχή ανάγκη να γνωρίζουν τί νιώθουν και τί σκέπτονται οι άλλοι για αυτά, με αποτέλεσμα να υπερ-απαιτούν από τους άλλους να τους δείχνουν με λόγια ή με πράξεις την αγάπη τους.

Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στην σχέση με το παιδί κάνοντας το να σκέφτεται πως υπάρχει μικρή σχέση ανάμεσα στην συμπεριφορά του και στο αν ο φροντιστής του θα ανταποκριθεί ή αν ανταποκριθεί τί είδους ανταπόκριση θα έχει, κάνοντας το να τον βιώνει ως ασυνεπή, άστατο και αντιφατικό. Ο γονιός είναι απασχολημένος με το αν το παιδί τον αγαπάει και τον εκτιμά και έτσι δεν προσπαθεί να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού ούτε φυσικά να προσέξει και να αντιληφθεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης του. Σε μια προσπάθεια του παιδιού να αυξήσει την προσοχή του φροντιστή υπερ-ενεργοποιεί τις συμπεριφορές προσκόλλησης, αυξάνοντας την ένταση της δυσφορίας που βιώνει. Το μοτίβο συμπεριφοράς αυτού του τύπου ονομάζεται αμφίθυμο γιατί ενώ το παιδί επιθυμεί την αύξηση της γονικής διαθεσιμότητας, ταυτόχρονα νιώθει και θυμό γιατί αυτή η διαθεσιμότητα δεν είναι δεδομένη. Έτσι, όταν τελικά κερδίζεται η προσοχή του γονιού, το παιδί δεν τον εμπιστεύεται και δεν μπορεί να παραμείνει κοντά του ώστε να το ηρεμήσει και να το φροντίσει.

Η προσαρμογή του παιδιού σε αυτήν την σχέση έχει το αποτέλεσμα να βιώνει συναισθήματα που δεν διαχειρίζονται και δεν ελέγχονται. Υπάρχει μια υπερ-απασχόληση και μια υπερευαισθησία στην συναισθηματική διαθεσιμότητα και ενδιαφέρον των άλλων, τα οποία γίνονται αντιληπτά ως αβέβαια και αναξιόπιστα εκτός και αν δεν απαιτούνται συνεχώς από την σχέση. Μία από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι πως το παιδί δεν έχει χρόνο και διάθεση για να απορροφηθεί στο παιχνίδι ή το να εξερευνήσει τον κόσμο γύρο του.

Αν το παιδί νιώσει πως χάνει το ενδιαφέρον του άλλου, οι συμπεριφορές που στόχο έχουν να προκαλέσουν την προσοχή αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Ο θυμός και το άγχος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και δυσκολεύει τους φροντιστές να παρέχουν διασφάλιση οι οποίοι με την σειρά τους αρχίζουν να νιώθουν άγχος, αβεβαιότητα, θυμό και πως δεν τους εκτιμά το παιδί. Αυτοί οι γονείς συχνά παραπονούνται πως κανείς στην οικογένεια τους δεν εκτιμά και δεν αναγνωρίζει τις θυσίες τους.

Αν δεν πετύχει η στρατηγική υπερ-ενεργοποίησης των συμπεριφορών προσκόλλησης τότε το άτομο βιώνει εγκατάλειψη. Αυξάνεται το άγχος και η αίσθηση μοναξιάς και μπορεί να το οδηγήσει στην απόγνωση και την κατάθλιψη. Αυτό που ακολουθεί είναι η εμπλοκή του παιδιού ή του ατόμου σε διάφορες καταστάσεις κρίσης που σκοπό έχουν να προκαλέσουν την προσοχή και την ανταπόκριση των άλλων. Είναι σαν ο εαυτός να καθορίζεται από τις αντιδράσεις και τις αποκρίσεις των άλλων και χωρίς την μόνιμη διαθεσιμότητα τους ο εαυτός να νιώθει άδειος, απροσδιόριστος, ασαφής και χωρίς όριο. Προσπαθούν να ελέγχουν τους άλλους μέσω καταναγκαστικών και απαιτητικών συμπεριφορών, όπως θυμό, απειλή, ανάγκη, επιθυμία και αποπλάνηση συνοδεύοντας τις με έντονη επίδειξη συναισθημάτων. Οι αποδέκτες αυτών των συμπεριφορών καταλήγουν να νιώθουν θυμό και εξάντληση και συχνά καταλήγουν στην διάλυση της σχέσης με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνουν τον φόβο των αμφίθυμων ατόμων πως δεν μπορούν να εμπιστευτούν την διαθεσιμότητα των άλλων.

 

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με αμφίθυμο τύπο προσκόλλησης είναι πως δεν έχουν μια σταθερή αίσθηση και εικόνα για το πώς οι συμπεριφορές τους έχουν επίδραση στους άλλους ή πώς φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι ανταπόκριση του φροντιστή δεν έχει να κάνει με την ψυχική κατάσταση, τα άγχη ή τις συμπεριφορές προσκόλλησης του παιδιού, αλλά με τα δικά του συναισθήματα και ανάγκες. Έτσι το παιδί, και αργότερα ο ενήλικας, έχοντας λίγη αυτοπεποίθηση στο πώς η δική του συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει των άλλων, βιώνει έντονα την ανάγκη αναγνώρισης και αγάπης. Έχοντας ως στόχο την κάλυψη αυτών των αναγκών εμπλέκεται σε υπερ-προσκολλητικές συμπεριφορές, που ανεξάρτητα αν οδηγούν σε δύσκολες σχέσεις, έχουν την αρνητική ή θετική ανταπόκριση των άλλων, μειώνοντας έτσι τον φόβο απόγνωσης και μοναξιάς.

 

Βιβλιογραφία
Cozolino, L., (2006). The neuroscience of human relationships. Attachement and the developing social brain. New York: Norton.

Howe, D., (2005). Child abuse and neglect. Attachement, development and intervention. New York: Palgraven Macmillan.

 

Δημήτρης Νιδριωτάκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *