Carl Rogers: πιο επίκαιρος σήμερα απο τον Freud

Carl Rogers: πιο επίκαιρος σήμερα απο τον Freud

Όλοι γνωρίζουμε τη σημαντική συνεισφορά του Freud στην ψυχοθεραπεία. Γνωρίζουμε όμως τη συμβολή του Rogers;

Ο Freud μας δίδαξε για το ασυνείδητο και τη χρησιμότητα της αυτογνωσίας, ενώ ο Rogers συνέβαλε στην κατανόηση της αυτοεκτίμησης, τη σημασία που έχει να ακούμε τον άλλον με αποδοχή και να είμαστε ανοιχτοί και όχι αμυντικοί στις σχέσεις μας. Για τη Φροϊδική ψυχολογία, κεντρικό ρόλο έχει το ασυνείδητο και η θεραπεία έχει βασικό σκοπό την άρση της απώθησης χρησιμοποιώντας την ερμηνεία ως τρόπο διεύρυνσης της αυτογνωσίας. Παρόλα αυτά, οι πρώτοι ψυχαναλυτές απέδωσαν “ανθυγιεινά” κίνητρα στους ασθενείς τους που ήταν δήθεν ασυνείδητα. Αν ο ασθενής αμφισβητούσε μια ερμηνεία, ο αναλυτής πιθανόν θα αντέκρουε την αμφισβήτηση ονομάζοντάς την αντίσταση. Έτσι λοιπόν η άμυνα και η αντίσταση έγιναν σημαντικά θέματα στη ψυχανάλυση ίσως γιατί οι ερμηνείες τραυμάτιζαν την αυτο-εκτίμηση.

Μια άλλη συνεισφορά του Freud ήταν ή ανακάλυψη της μεταβίβασης. Κατάλαβε πως οι ασθενείς μεταφέρουν εμπειρίες που μάθανε στη παιδική τους ηλικία σε τρέχουσες σχέσεις. Η μεταβίβαση βοήθησε την ψυχανάλυση να γίνει μια αναπτυξιακή θεωρία, όπου οι ψυχαναλυτές μπορούσαν να εντοπίσουν παρελθοντικές αιτίες για τις τωρινές τους εμπειρίες. Όμως αυτό δημιούργησε προβλήματα. Οι ψυχαναλυτές δρούσαν ως λευκό πανί, κενή οθόνη, ώστε οι αντιδράσεις των ασθενών πάνω τους να μπορούσαν να ερμηνευτούν ως μεταβιβάσεις δηλαδή προερχόμενες απο την παιδική τους ηλικία. Όμως μια κενή οθόνη δεν είναι καθόλου κενή. Η στάση αυτή ειναι αντίστοιχη με την συναισθηματική αποσύνδεση, την οποία οι ασθενείς βίωναν ωσ επανάληψη της τραυματικής εμπειρίας να μην έχουν συναισθηματική σύνδεση με τους γονείς τους Επομένως ο θυμός του ασθενή προς τον ψυχαναλυτή του μπορεί να είχε νόμιμη βάση, γεγονός που δεν γινόταν δεκτό απο τον αναλυτή, που πίστευε πως η αντίληψη των ασθενών ειναι διαστρεβλωμένη λόγο της μεταβίβασης. Αν ένας ασθενής ήταν θυμωμένος ήταν μη ρεαλιστικό και αντανακλούσε συναισθήματα της παιδικής ηλικίας. Αυτή η θεωρία απάλλαξε τον ψυχαναλυτή απο οποιαδήποτε ενοχή πρόκλησης συναισθημάτων στους ασθενείς τους. Μια ανάλυση, για να θεωρηθεί πετυχημένη, έπρεπε ο ασθενής να αποκτήσει μια νέα προοπτική και να δεχτεί τις ερμηνείες των διαστρεβλώσεων που προκαλούσε η μεταβίβαση. Το προσωπικό βίωμα του ασθενή είχε λίγη σημασία στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Για τους ψυχαναλυτές ίσχυε η η άποψη οτι υπάρχουν δυο πραγματικότητες; η μία που βιώνει ο ασθενής και η άλλη που γνωρίζει ο αναλυτής.

Η άποψη αυτή άλλαξε γύρω στο 1970 με τη συμβολή του πρώην Φροϊδικού Heinz Kohut.ο οποίος . μετά απο πολύ αγώνα, κατάλαβε τη σημασία της εγκυρότητας των εμπειριών των πελατών του. Ίσως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο Kohut και ο Rogers βρέθηκαν μαζί , σε διαφορετικά μεν τμήματα αλλά στο ίδιο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Παρόλα αυτά, στη σπουδαιότητα να ακούμε απο την πλευρά του άλλου , o Rogers έδινε έμφαση απο την αρχή. Έλεγε πως η αντίσταση στο να δωθεί μια γρήγορη ερμηνεία και η αναγνώριση πως η βαθιά γνώση είναι μια εμπειρία που επιτυγχάνεται και δεν επιβάλλεται, ειναι ένα σημαντικό βήμα προόδου για τον ψυχοθεραπευτή. Έτσι η αλλαγή της στάσης του τρόπου που ακούνε οι ψυχαναλυτές οφείλεται στις απόψεις του Rogers, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι δεν το έχουν αναγνωρίσει μέχρι σήμερα.
Η βασική προϋπόθεση της Προσωποκεντρικής ψυχοθεραπείας ειναι πως υπάρχει μια δημιουργική τάση σε όλους μας να πραγματώσουμε τις δυνατότητές μας ,που ονομάζεται τάση πραγμάτωσης. Όταν ένα άτομο βιώσει θετική αναγνώριση χωρίς όρους και ενσυναίσθητικό περιβάλλον, τότε αναπτύσσει χωρίς όρους θετική αυτο-αναγνώριση ή αλλιώς αυτο-εκτίμηση, και η τάση πραγμάτωσης προωθείται. Απο την άλλη ή φυσική αυτή τάση του για ανάπτυξη εμποδίζεται όταν βιώνει αποδοχή με όρους και ένα μη ενσυναισθητικό περιβάλλον.

Σε μια θεραπευτική σχέση βασισμένη στην προσωποκεντρική προσέγγιση ,δεν υπάρχει ατζέντα ή πλάνο για το θεραπευόμενο. Ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή ειναι να εισχωρήσει στον κόσμο του άλλου, να πηγαίνει με την ταχύτητα που επιλέγει ο πελάτης και να αναγνωρίζει πως το κάθε άτομο ειναι ο καλύτερος ειδικός της δικής του ζωής. Η διαδικασία αποφυγής γνωμοδότησης, επιρροής και υποβολής αξιών στον άλλον, με ταυτόχρονη αποδοχή, ενσυναίσθηση και αυθεντικότητα απο την πλευρά του θεραπευτή, ειναι κάτι δύσκολο που δεν μαθαίνεται μέσα από τα βιβλία. Είναι άποψη και τρόπος ζωής που μαθαίνεται καλύτερα μέσα απο τις προσωπικές σχέσεις.

Ο Rogers δεν θεωρούσε τον θεραπευόμενο ασθενή, καθώς δεν πίστευε πως οι άνθρωποι με συναισθηματικές συγκρούσεις είναι άρρωστοι. Δεν ήθελε να αναλύει τους ανθρώπους και ήταν αντίθετος με το ιατρικό μοντέλο όπου ο γιατρός είναι ο ειδικός με ιδιαίτερη εξουσία. Προσπαθούσε να ενδυναμώσει τους ανθρώπους ακούγοντάς τους, εκτιμώντας τους και πιστεύοντας σε αυτούς.

Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ,Ο Rogers κατάλαβε πως οι ιδέες του μπορούσαν να εφαρμοστούν όχι μόνο στη ψυχοθεραπευτική σχέση αλλά σε όλους τους τύπους ανθρώπινων σχέσεων, όπως στην εκπαίδευση, στην οικογένεια, στη διοίκηση και στην επίλυση συγκρούσεων. Οι ιδέες του Rogers ήταν πολύ απλές και όμως βαθιές. Με αποδοχή, κατανόηση και αυθεντικότητα καθώς και με την εγκατάλειψη του ελέγχου και της εξουσίας των άλλων, οι άνθρωποι θα αναπτυχθούν. Ο Freud ποτέ δεν είχε τόση εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.

Kahn, E. (1998). Carl Rogers, More Relevant Today Than Freud, Psychotherapy Bulletin:, Vol. 33, pp. 35-36.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *