Η επίδραση της σεξουαλικής κακοποίησης στον αναπτυσσόμενο εαυτό

Η επίδραση της σεξουαλικής κακοποίησης στον αναπτυσσόμενο εαυτό

Μια από τις πιο κεντρικές αναπτυξιακές λειτουργίες του ανθρώπου είναι η διαμόρφωση μίας συνεκτικής αίσθησης του εαυτού. Η αίσθηση του ατόμου μιας συνεκτικής αίσθησης του εαυτού και μίας πυρηνικής ταυτότητας λειτουργούν ως τα ψυχολογικά ρούχα που η απώλεια τους οδηγεί στην αίσθηση απογύμνωσης, έκθεσης και τρωτότητας.

Το βρέφος γεννιέται σε μια κατάσταση χάους και αποδιοργάνωσης ανήμπορο να συντονίσει και να διαχειριστεί το σώμα του και τον οργανισμό του. Για να δημιουργήσει τάξη μέσα από αυτό το χάος εξαρτάται και βασίζεται στην ενσυναισθητική ικανότητα του φροντιστή ο οποίος μέσω του συντονισμού του με το βρέφος κρατά μακριά την απειλή της βιοψυχολογικής αποδόμησης και αφανισμού, μέσω της διευκόλυνσης στην δημιουργία νοήματος, στην συναισθηματική ρύθμιση και στην δημιουργία συναισθηματικού νοήματος ή αλλιώς διανοητικοποίησης.

Το βρέφος οργανώνει τις εσωτερικές του νοητικές και συναισθηματικές του καταστάσεις συνδέοντας τις με τις εξωτερικές πηγές ερεθισμού, διέγερσης και τάξης. Αν η φροντίδα του βρέφους δεν βασίζεται στην ενσυναίσθηση και τις αναπτυξιακές ανάγκες του, τότε θα δημιουργηθεί ένα κενό στην θέση του πυρηνικού εαυτού αναπτύσσοντας στην θέση του καταπιεσμένες κατασκευές με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός «ξένου» εαυτού.

Για αν αναπτυχθεί ο αυθεντικός εαυτός του βρέφους, χρειάζεται οι πρωτοβουλίες του, οι αποφάσεις του και οι ανάγκες του να αντικατοπτριστούν, να εκφραστούν και να επιβεβαιωθούν αλλιώς το παιδί θα καταλειφθεί από έναν «ξένο» εαυτό βασισμένο στον φροντιστή του και στους άλλους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί στο παιδί επώδυνη ένταση και την ανάγκη να εξαφανιστεί ή να κρυφτεί καθώς υπερκατακλύζεται από ντροπή και δεν μπορεί να λειτουργήσει με συνοχή. Έτσι αναπτύσσει ένα σταθερό φόβο αποδιοργάνωσης και αποδόμησης του εαυτού του.

Για να διατηρηθεί η συνοχή του εαυτού, το παιδί χρειάζεται επαρκείς επιβεβαιωτικές ανταποκρίσεις και αντανακλάσεις από το περιβάλλον του αλλιώς στρέφεται στην αυτό-διέγερση για να καλύψει αυτή την ανάγκη του. Η αυτό-διέγερση επιτυγχάνεται μέσω αυστηρών και άκαμπτων συμπεριφορικών και γνωστικών λειτουργιών, ρουτινών, που κάνουν το παιδί να νιώθει ζωντανό και συνεκτικό. Το παιδί μπορεί επίσης να αναπτύξει «ξένες» δομές, κατασκευές, βασισμένες εν μέρη σε έναν εχθρικό φροντιστή, για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους από τον ίδιο τους τον εαυτό μέσω της εξάρτησης του σε άκαμπτες πεποιθήσεις και υποθέσεις για το εαυτό του. Αυτές οι πεποιθήσεις ενεργοποιούνται για να διατηρήσουν την ψυχική δομή και γίνονται η ραχοκοκαλιά της ψυχής του.

Η επίδραση της κακοποίησης στον αναπτυσσόμενο εαυτό είναι τραύματα που οδηγούν σε βλάβες στις εσωτερικές δομές του εαυτού που μπορούν να οδηγήσουν σε σύνδρομα που χαρακτηρίζονται από αίσθηση αδυναμίας, ανασφάλεια και ανικανότητα. Ως αποζημίωση τα παιδιά βιώνουν συναισθήματα παντοδυναμίας που οδηγούν στην αίσθηση πως είναι αόρατα και άτρωτα απέναντι σε επιπλέον πόνο και συναισθήματα. Αυτή η διαδικασία μπορεί να κάνει τους ενήλικους επιζήσαντες να αναπτύσσουν υψηλά επίπεδα ανέχειας σε κακοποιητικές συμπεριφορές.

Καθώς ο τραυματισμένος εαυτός χάνει την συνοχή και την ενσωμάτωση της αυτό-δομής του, χρειάζεται να διατηρήσει την οργάνωση του και την ακεραιότητα του, διαχειριζόμενος το άγχος του μέσω της δημιουργίας αμυντικών μηχανισμών, όπως παρορμητικές πράξεις και αυτό-τραυματικές συμπεριφορές, για να προστατεύσει την εσωτερική του τρωτότητα. Επομένως η βία εναντίον του εαυτού ή των άλλων είναι ένας τρόπος να επιδιορθώνεται η αυτό-εκτίμηση και να κυριαρχείται το εσωτερικό άγχος εξαφάνισης και κατακερμάτισης του εαυτού.

Ο τραυματισμός του εαυτού μπορεί να προκαλέσει επιπλέον συναισθήματα απελπισίας, αδυναμίας, προδοσίας, ψυχικής μόλυνσης, φόβου για επανάληψη της κακοποίησης, προσμονή κίνδυνου και βίας, απώλεια ευχαρίστησης, προδιάθεση για αυτό-κακοποίηση, αποσύνδεση και απώλεια της δυνατότητας για δέσμευση, αίσθηση εξωτερικού κέντρου ελέγχου και επιβλαβή κοινωνικοποίηση. Όλα αυτά με την σειρά τους προκαλούν αποθάρρυνση, αποκαρδίωση, υπαρξιακή αμφισβήτηση του νοήματος της ζωής, απώλεια της σταθερότητας και της συνέχειας, κατακερμάτιση της ταυτότητας, διαταραχές και διάχυσης της ταυτότητας, ντροπή, αυτό-αμφισβήτηση, απώλεια αυτοεκτίμησης, ενοχές, αυτό-κατηγορία, αποσύνδεση, απώλεια ελέγχου, μαζοχιστικές και αυτο-καταστροφικές τάσεις και τάσεις αυτοκτονίας. Η αβεβαιότητα του τραυματισμένου εαυτού εκδηλώνεται με συναισθήματα τρωτότητας, ανικανότητας, υπαρξιακού άγχους, τρόμου, απελπισίας, ματαιοπονίας για την ζωή, απώλειας πνευματικότητας και ζωτικότητας. Αυτό επιδρά στην θέληση για ανάπτυξη και ευημερία του επιζήσαντα, οδηγεί στην υπερεμπλοκή με τον θάνατο, στην απώλεια των συστημάτων πεποιθήσεων, στην στάση πως ο κόσμος είναι επικίνδυνος, ανασφαλής, αναξιόπιστος και απρόβλεπτος.

Η καταστάσεις αυτές επιδεινώνονται όταν η κακοποίηση έρχεται από τον κύριο φροντιστή καθώς σπρώχνει το παιδί πίσω στην κατάσταση κατακερμάτισης του εαυτού τον οποίο το παιδί εξαναγκάζεται να οργανώσει ξανά γύρω από τον θύτη, και που με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσει έναν «ξένο» εαυτό γύρω από αυτήν την υποτιμημένη φιγούρα. Η διαδικασία αυτή είναι μία μορφή ταυτοποίησης με τον δράστη κατά την οποία το παιδί κατασκευάζει τον εαυτό του γύρω από τις άσχημες και απωθητικές πτυχές του δράστη: «είσαι κακός και εγώ κομμάτι σου», και του δημιουργεί έντονη και βαθιά ντροπή.

Κατά την ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία, ο δράστης βλέπει το παιδί με έναν συγκεκριμένο τρόπο που δεν σέβεται την υποκειμενική εμπειρία του παιδιού με αποτέλεσμα να του επιβάλει έναν «ξένο» εαυτό. Την στιγμή που το παιδί αναπτύσσει τον αυθεντικό του εαυτό, του επιβάλλονται συναισθήματα και εικόνες από τον δράστη, κατασκευάζοντας με αυτόν τον τρόπο μια επιβαλλόμενη ταυτότητα, μπλοκάροντας την αυθεντική. Επομένως το παιδί χάνει τον αυθεντικό του εαυτό και εσωτερικεύει τον επιβαλλόμενο, «ξένο».

Παρόλο που ο «ξένος» εαυτός βιώνεται ως ο αυθεντικός, υπάρχει μόνιμα ο φόβος αποδόμησης. Το άγχος αποδόμησης του εαυτού συντηρεί τον «ξένο» εαυτό, κυρίως όταν απειλείται η συναισθηματική οικειότητα και δέσιμο με κάτι ή κάποιον. Επιπλέον το άγχος δημιουργεί άκαμπτες σκέψεις, συμπεριφορές και στάσεις, μυϊκή ένταση, φόβο χαλάρωσης και απελευθέρωσης, τάσεις προς το χάος και φθορά ή κατάρρευση της δομής του εαυτό. Οι επιζήσαντες συχνά χρησιμοποιούν το σώμα τους και το μυϊκό τους σύστημα ως πανοπλία για να συγκρατούν τον εαυτό τους και να προστατεύονται από τον σκληρό περιβάλλον τους. Η χαλάρωση είναι συνδεδεμένη με τον τρόμο και τον φόβο καθώς απειλεί με αποδιοργάνωση και αποδόμηση.

Η αποδόμηση και η κατακερμάτιση έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια πρωτοβουλιών, την καθίζηση, το βούλιαγμα της αυτοεκτίμησης, και την αίσθηση απώλειας του νοήματος, της ματαιότητας. Οι επιζήσαντες κρύβουν το άγχος αποδόμησης παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως πολύ λειτουργικό, ευφυή, καλλιεργημένο, γοητευτικό και ευγενικό και το κάνουν αυτό υιοθετώντας συνήθως κάποιο ρόλο. Αυτή η διαδικασία είναι πιο εύκολη όταν υπάρχουν άλλοι γύρω του, όμως δυσκολεύεται πολύ να την διατηρήσει όταν είναι μόνος του καθώς η αφάνεια απειλεί με κατακερμάτιση και προκαλεί ψυχική αγονία και φόβο. Ο επιζήσαντας τρέμει να βρεθεί μπροστά σε άδειο ψυχολογικά χώρο.

Το άγχος αποδόμησης ενεργοποιείται επίσης και όταν σχετίζονται με άλλους, οδηγώντας τους στο να είναι υπερ-προσαρμοστικοί και να γίνονται οτιδήποτε θέλουν οι άλλοι καθώς τους είναι εύκολο να υιοθετούν επιβαλλομένους εαυτούς.

Επίσης μεγάλη δυσκολία, απειλητική για την δομή του εαυτού, είναι οποιαδήποτε αλλαγή, ειδικά ψυχική μέσα από μια θεραπευτική διαδικασία. Παρόλο που το θεραπευτικό περιβάλλον μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία για την κάλυψη των αρχικών αναγκών του η την αποβολή των ψεύτικων αυτό-δομών, ο επιζήσαντας ρισκάρει να καταδυθεί σε μια μη ανατρέψιμη αποδόμηση.

Στο θεραπευτικό χώρο επιζήσαντας μπορεί να ξεκινήσει να αναγνωρίζει και να εγκαταλείψει εικόνες και ταυτότητες και να επιτρέψει τον αυθόρμητο, αλλά ακόμα άγνωστο αυθεντικό του εαυτό να αναδυθεί. Οι ενήλικοι επιζήσαντες συχνά τρέμουν την εμφάνιση του αυθεντικού εαυτού τους καθώς συχνά τα συναισθήματα είναι τρομακτικά και όχι θετικά. Λόγο του άγχους αποδόμησης είναι συνηθισμένο οι επιζήσαντες να κολλάνε σε παλιούς «ξένους» εαυτούς.

Η κακοποίηση και η αποδόμηση έχουν επίδραση και στην ανάπτυξη των σχέσεων και ιδιαίτερα του τρόπου προσκόλλησης. Όπως ο αναπτυσσόμενος εαυτός διευκολύνεται από την σχέση του με τον φροντιστή του, το ίδιο συμβαίνει και με την θεραπευτική σχέση και τον θεραπευτή.

Άλλη μία σημαντική αναπτυξιακή λειτουργία της παιδικής ηλικίας είναι η ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού ως ξεχωριστή οντότητα από αυτήν του φροντιστή του. Όταν υπάρχει σεξουαλική κακοποίηση αυτή η λειτουργία εμποδίζεται καθώς ο εαυτός αφανίζεται, εκμηδενίζεται, απαξιώνεται και ακυρώνεται. Οι δυναμικές της κακοποίησης δεν αφήνουν να αναπτυχθεί η ταυτότητα του παιδιού μέσω της ανάπτυξης του, αλλά του επιβάλλεται μια ταυτότητα που βασίζεται στον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο δράστης. Ο αφανισμός αυτός αναγκάζει το παιδί να βιώνει τον εαυτό του αόρατο. Η επίδραση αυτή είναι μακροχρόνια γιατί το παιδί προσπαθεί να γίνει ορατό αλλά ταυτόχρονα νιώθει φόβο να γίνει ορατό γιατί κινδυνεύει να γίνει θύμα κακοποίησης ξανά και ξαναγίνει αόρατο. Αυτό το υπαρξιακό άγχος παράγει μόνιμη απειλή για την αίσθηση του εαυτού κάνοντας δύσκολη την προσκόλληση, το δέσιμο και την εμπλοκή με άλλους μήπως με αυτόν τον τρόπο ο εαυτός συντριφτεί ή κατακερματιστεί περισσότερο.

Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται στην περίπτωση που ο δράστης και ο επιζήσαντας έχουν το ίδιο φύλο, αφού είναι πού δύσκολο το παιδί να αναπτύξει μια ξεχωριστή προσωπική και σεξουαλική ταυτότητα και να μπορέσει να διαφοροποιήσει τον εαυτό του από εκείνο του δράστη. Η διαταραχή αυτή μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα αργότερα καθώς δημιουργεί φόβο για οικειότητα και για δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων ακόμα και με τα παιδία τους.

Ο φόβος για οικειότητα μπορεί να συνδεθεί και με φόβο για εξάρτηση καθώς για τον ενήλικο επιζήσαντα η οικειότητα και η εξάρτηση είναι συνδεδεμένα με το κίνδυνο, την κακοποίηση και τον πόνο. Παρόμοια η αγάπη, η ανατροφή και η φροντίδα είναι συνδεδεμένα με την κακοποίηση και την βία. Η διαστρέβλωση των συμπεριφορών ανατροφής που μετατρέπονται σε κακοποιητικά σενάρια, καταστρέφουν την ικανότητα του ατόμου να εμπιστεύεται την δική του αντίληψη και αξιολόγηση για τους άλλους και τον εαυτό του. Ο δράστης γίνεται αντιληπτός ως κάποιος που αγαπάει και φροντίζει το παιδί, που όμως η εμπειρία του παιδιού είναι τελείως διαφορετική. Αυτό είναι προκαλεί σύγχυση και διαστρέβλωση στο παιδί που πλέον δεν είναι σίγουρο τι να πιστέψει. Το αποτέλεσμα είναι να χάνει την εμπιστοσύνη του στην αντίληψη του και να αποσυνδέεται από τα εσωτερικά του σημάδια και στοιχεία για το τι είναι ασφαλές, τι είναι ανατροφή και γαλούχηση, ποιος κακοποιεί και τι είναι κακοποίηση.

Η εμπειρία παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης έχει έναν αριθμό συνεπειών στην ανάπτυξη του εαυτού σχετικά με την κατακερμάτιση ή την απόλυτη απουσία του. Η περισσότερη θεραπευτική δουλειά έχει να κάνει με το να επιτρέψει στον επιζήσαντα να φανεί, να γίνει ορατός στον θεραπευτή και στο ίδιο, και να καθορίσει την δική του αίσθηση του εαυτού του μακριά από εξωτερικούς ορισμούς. Ο θεραπευτής χρειάζεται να μην επιβάλλει ορισμούς και να βοηθά τον επιζήσαντα να βρίσκει τους δικούς του και να έχει πρόσβαση στον αυθεντικό του εαυτό.

Sanderson, C. (2006). Counselling Adult Survivors of Child Sexual Abuse. London: Jessica Kingsley Publishers.

Sanderson, C. (2008). Counselling Survivors of Domestic Abuse. London: Jessica Kingsley Publishers.

Draucker, C. B., Martsolf, D. S. (2006).Counselling Survivors of Childhood Sexual Abuse. London: SAGE Publications Ltd.

Νιδριωτάκης Δημήτρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *