Κρετίνος; Είσαι και φαίνεσαι!

Κρετίνος; Είσαι και φαίνεσαι!

Η σύγχρονη μαζική υστερία με την «ιδιοφυΐα», η εναγώνια αναζήτηση «μεγάλων ταλέντων», αλλά και η ρατσιστική απέχθεια για κάθε μορφή νοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης είναι δείγματα κοινωνικής παθολογίας και παρακμής, που, όπως θα δούμε, στηρίζονται αποκλειστικά σε επιστημονικές παρανοήσεις και μύθους.

Για να κατανοήσει κάποιος τη σημερινή σύγχυση των ιδεών όσον αναφορά το ποια είναι τα τυπικά γνωρίσματα της «υψηλής» νοημοσύνης, οφείλει να ανατρέξει στις πολυετείς προσπάθειες κατασκευής μιας κλίμακας αξιολόγησης των ικανοτήτων του ανθρώπινου νου. Τέτοιες κλίμακες αξιολόγησης των νοητικών ικανοτήτων μας (δείκτες νοημοσύνης) προκύπτουν από ειδικά τεστ τα οποία, σύμφωνα με τους επινοητές τους, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε με ασφάλεια, δηλαδή αντικειμενικά, ποιοι από τους συνανθρώπους μας είναι ιδιοφυείς, φυσιολογικοί ή πνευματικά ανεπαρκείς. Είναι όμως έτσι;

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

Διασκεδαστική και άκρως αποκαλυπτική της μαζικής υστερίας της εποχής μας με την ιδιοφυΐα είναι η περίπτωση της διάσημης ηθοποιού Σάρον Στόουν, η οποία, πριν από μερικά χρόνια, δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει ότι ήταν μέλος της MENSA, της ολιγομελούς παγκόσμιας εταιρείας ατόμων με πολύ υψηλό δείκτη «νοημοσύνης»: πάνω από 131 στην κλίμακα βαθμολόγησης, σύμφωνα με το επίσημο τεστ της εταιρείας.

Με τη δήλωσή της αυτή η Σ. Στόουν ήθελε προφανώς να αποδείξει ότι εκτός από τα εμφανή σε όλους σωματικά της προσόντα διαθέτει και εξίσου πλούσιες διανοητικές αρετές. Δυστυχώς, παρά τις ευγενικές της προθέσεις, η MENSA διέψευσε επίσημα τον ισχυρισμό της ηθοποιού και αυτή συντετριμμένη αναγκάστηκε να το παραδεχτεί. Οσο όμως τραγελαφικό κι αν ακούγεται αυτό το επεισόδιο, είναι αρκετά διαφωτιστικό για τη συνήθως ανομολόγητη γοητεία που ασκούν τα ιδιοφυή άτομα στο φαντασιακό μας.

Κάθε άλλο παρά διασκεδαστική είναι, ωστόσο, η ευρύτατη χρήση ανάλογων τεστ αξιολόγησης των διανοητικών ή ψυχολογικών ικανοτήτων όσων π.χ. επιθυμούν να προσληφθούν ή να προαχθούν σε μεγάλες επιχειρήσεις. Και ακόμη πιο ανατριχιαστική είναι η υιοθέτηση και η συστηματική χρήση τέτοιων νοητικών δοκιμασιών στον τομέα της εκπαίδευσης. Σε πολλές «αναπτυγμένες» χώρες της Δύσης, η εκπαιδευτική κατεύθυνση και οι μελλοντικές επαγγελματικές επιλογές των παιδιών κρίνονται -και πολύ συχνά προδιαγράφονται- από τέτοια «συμβουλευτικά» τεστ.

Τα σημάδια της ευφυΐας

Στην επιστήμη της ψυχολογίας υπάρχουν τόσα τεστ ή δοκιμασίες για τη μέτρηση της «νοημοσύνης» και της ανθρώπινης «δημιουργικότητας» όσοι και οι ειδικοί ερευνητές που επινοούν αυτά τα τεστ. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι υποβάλλονται -με ή παρά τη θέλησή τους- σε κάποια ψυχομετρική δοκιμασία ή, εναλλακτικά, έχουν «μετρήσει» οικειοθελώς τις νοητικές τους ικανότητες με κάποιο αμφίβολης σοβαρότητας τεστ νοημοσύνης από αυτά που υπάρχουν στο Διαδίκτυο ή σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Σοβαρές έρευνες, ωστόσο, αμφισβητούν την αξιοπιστία όχι μόνο των τεστ μαζικής κατανάλωσης αλλά και των πιο ειδικών επιστημονικών τεστ.

Προφανώς, βασική προϋπόθεση για να μπορεί μια επιστήμη να μετρά την ευφυΐα ή τη δημιουργικότητα ενός προσώπου είναι να γνωρίζει επακριβώς τι είναι αυτό που μετρά. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες, διότι ακόμη και σήμερα, και παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί, δεν διαθέτουμε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό της νοημοσύνης, της ευφυΐας ή του ταλέντου, πόσω δε μάλλον έναν κοινά αποδεκτό τρόπο για την καταμέτρησή τους.

Οι πρώτες ανθρωπομετρικές προσπάθειες προσδιορισμού της ανθρώπινης ευφυΐας έγιναν από τους «φυσιογνωμιστές» του 18ου αιώνα. Αυτοί πίστευαν ότι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματος ενός ανθρώπου αντανακλούν τα ιδιαίτερα εσωτερικά-ψυχικά χαρακτηριστικά του. Μια σειρά από ανόητες και ρατσιστικές προκαταλήψεις, που ακόμη και σήμερα επιβιώνουν στη δημώδη ψυχολογία, προέρχονται από αυτές τις αφελείς αντιλήψεις

Ομως, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν σαφές ότι οι πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου έχουν την έδρα τους στο εσωτερικό του ανθρώπινου εγκεφάλου. Το πέρασμα λοιπόν από τις «φυσιογνωμικές» στις μετέπειτα «φρενολογικές» επιστημονικές δοξασίες ήταν όχι μόνο λογικό αλλά επιβεβλημένο.

Πράγματι, η φρενολογία ήταν μια πρόωρη προσπάθεια εντοπισμού των πνευματικών ικανοτήτων πάνω στο ανθρώπινο κρανίο. Στο εξωτερικό περίβλημα του εγκεφάλου, υποστήριζαν, αποτυπώνονται όλες οι ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες και αδυναμίες του κάθε ατόμου! Και η λεπτομερής εξέταση του κρανίου υποτίθεται πως επέτρεπε στους φρενολόγους να αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες ή τις ψυχικές παθήσεις κάθε ανθρώπου: αν είναι ιδιοφυής, καταθλιπτικός ή φρενοβλαβής.

Ο δείκτης ανοησίας

Τα αδιέξοδα και κυρίως οι αποτυχίες αυτής της επιφανειακής κρανιοσκοπικής προσέγγισης οδήγησαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σε πιο «εκλεπτυσμένες» ψυχομετρικές μεθόδους, όπως αυτή του Γάλλου ψυχολόγου Alfred Binet.

Ο Binet, αφού εγκατέλειψε οριστικά τις φρενολογικές δοξασίες, επινόησε μια μέθοδο αποτίμησης των νοητικών ικανοτήτων και κυρίως των γνωστικών αδυναμιών των μαθητών. Η κλίμακα αξιολόγησης των γνωστικών ικανοτήτων ενός μαθητή προέκυπτε από τη σύγκριση της «νοητικής ηλικίας» του με την πραγματική «βιολογική-χρονολογική ηλικία» του.

Η μέτρηση του Νοητικού Πηλίκου, του γνωστού IQ, βασίζεται σε αυτήν ακριβώς τη διάκριση: διαιρώντας τη «νοητική ηλικία» με τη «βιολογική ηλικία» και πολλαπλασιάζοντας επί 100. Ο αρχικός στόχος της επινόησης του IQ ήταν η αξιολόγηση της μαθησιακής ανεπάρκειας ενός μαθητή: αν ο μαθητής ήταν σε θέση να ακολουθήσει το επίσημο σχολικό πρόγραμμα ή αν αντίθετα έπρεπε να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα για παιδιά με ειδικές ανάγκες.

Συνεπώς το IQ, στην αρχική του εκδοχή ήταν μόνο ένας τρόπος διάγνωσης της εκπαιδευτικής καθυστέρησης ορισμένων μαθητών και όχι βέβαια μια μέθοδος διαπίστωσης της νοητικής υστέρησης, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε μέθοδο αξιολόγησης κάποιων, δήθεν, εξαιρετικών νοητικών ικανοτήτων!

Ομως τις επόμενες δεκαετίες, η μέτρηση του IQ θα μετατραπεί σταδιακά σε μέτρηση του δείκτη νοημοσύνης: σε απόλυτη κλίμακα αξιολόγησης της νοημοσύνης. Το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα μεταγενέστερα τεστ νοημοσύνης.

Αυτά τα τεστ επινοήθηκαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες και να νομιμοποιήσουν «επιστημονικά» τις ρατσιστικές προκαταλήψεις της αμερικανικής κοινωνίας. Για παράδειγμα, την επιλογή και τη στείρωση των «νοητικά ελαττωματικών» μεταναστών στις ΗΠΑ, πρακτικές που αργότερα μεταφέρθηκαν και στην Ευρώπη. Ισως γι’ αυτό πολλοί σημαντικοί ερευνητές των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων επικρίνουν όχι μόνο τα υπάρχοντα τεστ νοημοσύνης αλλά και τον κοινωνικά ύποπτο ρόλο που εξυπηρετεί η εφαρμογή τους.

Για παράδειγμα, ο Keith Stanovich, επιφανής καθηγητής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οντάριο στον Καναδά, υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο αξιολογείται σήμερα η νοημοσύνη ενός ανθρώπου είναι από τη φύση του προβληματικός. Και αυτό, γιατί στην πραγματικότητα τα καθιερωμένα τεστ νοημοσύνης επικεντρώνονται και μετρούν μόνο έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ικανοτήτων της πολυσύνθετης ανθρώπινης νοημοσύνης, και συγκεκριμένα την ικανότητα για αφηρημένους συλλογισμούς, την ικανότητα φωτογραφικής απομνημόνευσης και την ταχύτητα εκμάθησης.

Εντούτοις, αδυνατούν εμφανώς να μετρήσουν άλλες εξίσου σημαντικές νοητικές ικανότητες, όπως η ικανότητα λήψης αποφάσεων σε πραγματικές συνθήκες, η λεγόμενη «διαισθητική» ή «αυθόρμητη» ικανότητα σκέψης ή ακόμη η περιβόητη «συναισθηματική» ή «κοινωνική» νοημοσύνη: ικανότητες που διασφαλίζουν την κοινωνική επιτυχία σε πάρα πολλά «ευαίσθητα» αλλά όχι και κατ’ ανάγκη «πανέξυπνα» άτομα.

Τη δυσπιστία του για την αξιοπιστία των τεστ νοημοσύνης διατυπώνει και ο Βρετανός Jonathan Evans, καθηγητής Γνωσιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ στη Μ. Βρετανία: «Τα τεστ ευφυΐας είναι υπερτιμημένα στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, επειδή από αυτά εξαρτάται η επαγγελματική ή η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο».

Ενας άλλος καταξιωμένος ερευνητής, ο David Perkins, που διδάσκει Παιδαγωγική Ψυχολογία στο Harvard Graduate School, υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος με υψηλό δείκτη νοημοσύνης έχει ασφαλώς κάποια πλεονεκτήματα, όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρόκειται για ένα πραγματικά ευφυές άτομο. «Ο υψηλός δείκτης νοημοσύνης είναι ό,τι και το υψηλό ανάστημα για έναν καλαθοσφαιριστή. Για να γίνει κάποιος καλός καλαθοσφαιριστής ασφαλώς βοηθάει το ύψος, αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί. Κατ’ αναλογία, για να σκέπτεται κάποιος σε βάθος, δεν αρκεί να διαθέτει έναν δείκτη νοημοσύνης πάνω από τον μέσο όρο. Θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερα προσόντα»

Η ανάδυση της νοημοσύνης

Ποια συγκεκριμένα νοητικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά μάς επιτρέπουν να αποφασίζουμε πότε ένα άτομο είναι έξυπνο ή ιδιοφυές και πότε, αντίθετα, είναι ανόητο ή νοητικά ανεπαρκές; Υπάρχει άραγε ένας ασφαλής τρόπος, π.χ. κάποιο ή κάποια τεστ, για να το διαπιστώνουμε;

Σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει μια πολύ πρόσφατη νευροψυχολογική έρευνα που δημοσιεύτηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2012 στο εγκυρότατο επιστημονικό περιοδικό «Neuron». Πρόκειται για μια εκτενή και συστηματική μελέτη την οποία πραγματοποίησε μια διεπιστημονική ομάδα ερευνητών που εργάζονται στο Πανεπιστήμιο Western του Οντάριο στον Καναδά, υπό την καθοδήγηση δύο διαπρεπών ειδικών, του Adrian M. Owen και του Adam Hampshire. Οι Καναδοί ερευνητές, σε συνεργασία με τον Βρετανό ερευνητή Roger Highfield του Science Museum Group (Λονδίνο), υπέβαλαν σε μια σειρά από γνωσιακά τεστ πάνω από 100 χιλιάδες εθελοντές!

Από αυτή τη μαζική και ενδελεχή έρευνα προέκυψαν μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Ομως, το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι η εξόφθαλμη ανεπάρκεια των καθιερωμένων τεστ νοημοσύνης, που υποτίθεται ότι αξιολογούν αντικειμενικά και χωρίς προκαταλήψεις τις πνευματικές ικανότητες ενός ατόμου.

Στο σχετικό άρθρο τους υποστηρίζουν ότι η διαδεδομένη πεποίθηση και η ευρέως αποδεκτή κοινωνική πρακτική τού να μετράμε, μέσω ενός μοναδικού τεστ, τις γνωσιακές ή πνευματικές ικανότητες των ατόμων είναι μάλλον παραπλανητική, αν όχι ολότελα εσφαλμένη. Οι μεγάλες αποκλίσεις και η ποικιλία των αποτελεσμάτων που καταγράφονται σε αυτά τα τεστ «νοημοσύνης» μπορούν να εξηγηθούν και ενδεχομένως να παρακαμφθούν μόνο συνυπολογίζοντας τους διαφορετικούς παράγοντες που, από κοινού, επηρεάζουν και συμβάλλουν στην εκδήλωση των νοητικών ικανοτήτων.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Western κατάφεραν μάλιστα να εντοπίσουν τουλάχιστον τρεις αποφασιστικούς παράγοντες-ικανότητες: ικανότητα βραχύχρονης μνήμης, ικανότητα έλλογης σκέψης και λεκτική ικανότητα. Καταφεύγοντας σε μη επεμβατικές τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου κατάφεραν να παρακολουθήσουν ζωντανά τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν εκδηλώνονται αυτές οι τρεις ικανότητες.

Πιο συγκεκριμένα, μέσω της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI) κατέγραψαν κάθε σημαντική μεταβολή της ροής του αίματος, άρα και της κατανάλωσης οξυγόνου σε συγκεκριμένα νευρωνικά κυκλώματα, γεγονός που τους επέτρεψε να εντοπίσουν επακριβώς ποιες εγκεφαλικές μικροδομές ενεργοποιούνται όταν ο εθελοντής απαντά σε ένα τεστ νοημοσύνης.

Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την αρχική τους υπόθεση εργασίας: σε κάθε ικανότητα αντιστοιχεί ένα ειδικό νευρωνικό κύκλωμα, το οποίο, κατά περίπτωση, ενεργοποιείται όταν οι εθελοντές απαντούν σε διαφορετικές ερωτήσεις του τεστ. Η ανθρώπινη νοημοσύνη, όπως υποστηρίζουν, είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα που προκύπτει από τη συνεργασία διαφορετικών και ανατομικά διακριτών γνωσιακών συστημάτων του εγκεφάλου μας.

Ευφυΐα πάση θυσία;

Υπάρχουν πολλοί και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους τρόποι καταμέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Κανένας όμως από αυτούς δεν θεωρείται σήμερα φερέγγυος επιστημονικά και ουδέτερος κοινωνικά, δηλαδή ανεξάρτητος από τις επιστημονικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις της εποχής. Ισως γι’ αυτό ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ερευνητών αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία ή και απορρίπτει τον μύθο του «Δείκτη Νοημοσύνης» και αμφισβητεί κατά συνέπεια την αξιοπιστία των περισσότερων τεστ νοημοσύνης.

Και ενώ συμβαίνουν αυτά στις επιστήμες του νου, για την επίσημη μετανεωτερική ιδεολογία, η ιδιαίτερα ευφυής συμπεριφορά δεν θεωρείται πλέον ούτε μια κοινωνικά επικίνδυνη ιδιομορφία ούτε ένα σπάνιο αλλά αξιοθαύμαστο προσωπικό «χάρισμα». Αντίθετα, αποτελεί κοινωνική επιταγή, την εκπλήρωση της οποίας οφείλουμε οι πάντες να επιδιώκουμε και, κυρίως, να την καλλιεργούμε στα παιδιά από πολύ τρυφερή ηλικία.

Αν θα έπρεπε να εξαγάγουμε κάποιο πρακτικό συμπέρασμα από αυτές τις πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις είναι ότι οι σημερινοί γονείς, αντί να πέφτουν θύματα της απλοϊκής προπαγάνδας για την εκπαίδευση που υποτίθεται ότι προετοιμάζει τους «ηγέτες» και τα «ταλέντα» τού αύριο, θα έπρεπε να επενδύουν περισσότερο στην ελεύθερη ανάπτυξη και στην ουσιαστική καλλιέργεια των πραγματικών δυνατοτήτων των παιδιών και να μην επικεντρώνονται αποκλειστικά στις σχολικές τους επιδόσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να μη γίνουν όλα τα παιδιά «ιδιοφυή», σίγουρα όμως θα είναι πιο ευτυχισμένα και ισορροπημένα άτομα.

Πώς ο ρατσισμός μάς… αποβλακώνει

Πολλά έχουν γραφτεί για τις αιτίες και τον κοινωνικό αντίκτυπο των ρατσιστικών προκαταλήψεων. Πρόσφατα όμως αποκαλύφθηκε και μια άλλη, άγνωστη μέχρι τώρα πτυχή αυτού του σοβαρότατου φαινομένου, η οποία έχει να κάνει με τις γνωσιακές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι στερεοτυπικές αντιλήψεις περί εθνικής ή άλλης ταυτότητας στον ίδιο τον φορέα τους, και μάλιστα στην ίδια τη νοητική του δραστηριότητα.

Πράγματι, πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο έγκυρο περιοδικό «Psychological Science» μια ενδιαφέρουσα έρευνα που έγινε από την ψυχολόγο Carmit Tadmor και την ομάδα της στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Οι ερευνητές αποφάσισαν να προσεγγίσουν το θέμα του ρατσισμού από γνωσιακή σκοπιά, αποδεικνύοντας για πρώτη φορά ότι τα άτομα που είναι προσκολλημένα σε στερεοτυπικές κατηγοριοποιήσεις του τύπου λευκός-έγχρωμος, άνδρας-γυναίκα, ντόπιος-αλλοδαπός κ.λπ. υστερούν σε επινοητικότητα και σε ικανότητα επίλυσης προβλημάτων σε σχέση με τα άτομα που δεν υιοθετούν τέτοια στερεότυπα. Μάλιστα, αποδίδουν αυτήν την υστέρηση στη νοητική αδιαλλαξία που συνεπάγεται η υιοθέτηση ρατσιστικών ή φυλετικών στερεοτύπων, ένα είδος νοητικού ευνουχισμού που εμποδίζει τους ρατσιστές να σκέφτονται ελεύθερα και χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες.

Η Tadmor, η οποία διδάσκει Οργανωσιακή Συμπεριφορά (Organizational Behavior, επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς των εργαζομένων σε οργανισμούς-επιχειρήσεις καθώς και των παραγόντων που επηρεάζουν την απόδοση των ανθρώπων στο εργασιακό περιβάλλον), θέλησε να μετρήσει τις επιπτώσεις που έχει στη δημιουργικότητα ο «ουσιοκρατικός ρατσισμός» (racial essentialism), η αντίληψη δηλαδή σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα κατατάσσονται σε συγκεκριμένες μειονότητες επειδή διαθέτουν ουσιώδη και αναλλοίωτα, δηλαδή «φυσικά», κοινά χαρακτηριστικά (φύλο, καταγωγή, εξωτερικά χαρακτηριστικά).

Για να το επιτύχει αυτό έκανε το εξής πείραμα: χώρισε 72 φοιτητές σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη ομάδα έδωσε να διαβάσει μια πλαστή επιστημονική έρευνα που ήταν δήθεν υπέρ των ρατσιστικών ουσιοκρατικών απόψεων. Στη δεύτερη ομάδα έδωσε να διαβάσει μια έρευνα που ήταν εναντίον αυτών των απόψεων. Και στην τρίτη ομάδα έδωσε να διαβάσει μια πραγματική μελέτη για τις ιδιότητες του νερού. Κατόπιν υπέβαλε όλα τα άτομα σε ένα ψυχολογικό τεστ δημιουργικότητας που ονομάζεται Remote Associates Test (RAT): το υποκείμενο καλείται να βρει μια λέξη η οποία συνδέει μεταξύ τους άλλες, φαινομενικά άσχετες λέξεις (π.χ. ποια είναι η κοινή λέξη για το «πινγκ πονγκ», «τρώω» και «χαρτιά»; H λέξη «τραπέζι»). Αφού ολοκλήρωσαν το τεστ, οι συμμετασχόντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο που αποσκοπούσε στο να αξιολογήσει πόσο είχαν επηρεαστεί από τα άρθρα που τους είχαν δοθεί να διαβάσουν.

Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά: τα άτομα που είχαν διαβάσει το πρώτο άρθρο είχαν χειρότερες επιδόσεις στο τεστ δημιουργικότητας από τα άτομα των δύο άλλων ομάδων. Κατά τους ερευνητές, αυτό αποκαλύπτει ότι ο ρατσιστικός τρόπος σκέψης δεν επηρεάζει μόνο το τι σκέφτονται οι άνθρωποι, αλλά και το πώς σκέφτονται, περιορίζοντας δραματικά τις νοητικές τους δυνατότητες. Η σχέση του ουσιοκρατικού ρατσισμού με τον περιορισμό της δημιουργικότητας εξηγείται από αυτά τα πειραματικά δεδομένα ως «νοητικό κλείσιμο» του ρατσιστή. Ο ουσιοκρατικός ρατσισμός τροποποιεί και περιορίζει τον τρόπο που σκέφτονται οι ρατσιστές και όχι τόσο το περιεχόμενο των σκέψεών τους.

Πηγή: ΕΦ.ΣΥΝ. (17/01/2013)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *